Καλογιάννης: Μου έλεγαν στην ΕΣΑ, γράψε 40 φορές το «Μιλώ»

Permalink

Ένα χρόνο μετά την μυθιστορηματική αλλαγή της ζωής  του, από τσαγκάρης της Καισαριανής σε τραγουδιστή για τις συναυλίες και τις διεθνείς περιοδείες με τον Μίκη Θεοδωράκη, νέα ανατροπή για τον Αντώνη Καλογιάννη . Με το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου, ο Μίκης περνάει στην παρανομία και μετά συλλαμβάνεται. Ο Καλογιάννης αντιμετωπίζει το δίλημμα: να γυρίσεί στο τσαγκαράδικο;

«Την 21η του Απρίλη, σ’ ένα διάλειμμα στη μπουάτ, πήγαμε και πήραμε την «Αυγή» απ’ την Ομόνοια, η οποία έγραφε «Να γιατί δε θα γίνει δικτατορία στην Ελλάδα». Τη θυμάμαι την παράσταση εκείνο το βράδυ . Δε θυμάμαι αν ήταν ο Μανδηλαράς, ήταν ο Δημήτρης Χριστοδούλου, η Τζένη Καρέζη και άλλοι άνθρωποι του κινηματογράφου, του θεάτρου, των γραμμάτων. Φεύγουμε χωρίς να πάρουμε χαμπάρι.

Τότε δεν είχαμε όλοι αυτοκίνητα. Είχε ο Λάκης Καρνέζης που θα με πήγαινε σπίτι μου όπως κάθε βράδυ. Φτάνοντας λοιπόν στην Ομόνοια, βλέπουμε ένα σκηνικό με προβολείς, φορτηγά, στρατιωτικούς. Λέω, θα γυρίζουν κανένα φιλμ. Όπου ένας υπολοχαγός, όταν τον ρώτησα «τι συμβαίνει;», βγάζει ένα πιστόλι, το βάζει στο αυτοκίνητο και λέει, «να πάρετε δρόμο, αυτό συμβαίνει».

Ο Λάκης με παρατάει τρομαγμένος στην Πατησίων, στον ΟΤΕ, κι εγώ παίρνω ένα ταξί για να γυρίσω σπίτι, στη Καισαριανή. Kαι θυμάμαι τον ταξιτζή ο οποίος ρετάριζε, ήταν κεκές. Του λέω, «τι γίνεται; Τι συμβαίνει;». Και μου λέει, «την κά-να-νε οι μπα-γά-ση-δες». «Ποια κάνανε;». «Βλά-κας εί-σαι;» μου λέει, «δι-κτα-τορία». Τηλέφωνα στο σπίτι κομμένα. Γυρίζω σπίτι, όλοι έτοιμοι με το βαλιτσάκι στο χέρι. Είχε ένα ξύλινο βαλιτσάκι ο πεθερός μου, το οποίο ήταν πάντα έτοιμο για φευγιό, για την εξορία. Ποιο μαγαζί; Ποια μπουάτ; Τα κλείσανε.

Διαβάστε επίσης: Από τσαγκάρης, διάσημος τραγουδιστής: Η μυθιστορηματική ζωή του Αντώνη Καλογιάννη

Μετά από λίγες μέρες, τηλεφωνώ στη Μαρία [Φαραντούρη]. Ώσπου η Μαρία λέει, «θέλω να σας πω κάτι». Και δίνουμε ραντεβού στο σπίτι τού Γιάννη του Διδίλη και μας φέρνει ένα χαρτάκι, το θυμάμαι, και λέει, «Γιάννη, Μαρία, Αντώνη, να φύγετε στο εξωτερικό και να διαδώσετε τη μουσική μας και να πείτε σε όλο τον κόσμο αυτά που συμβαίνουν στη πατρίδα μας». Το χαρτί αυτό το έστειλε ο Μίκης στη Μαρία. Δυστυχώς  χάθηκε.

Πραγματικά, οργανώνουμε μια ορχήστρα. Όταν έκανε πρόβες η Μαρία, εγώ κατέβαινα και φυλούσα την πόρτα για τα περίπολα. Όταν έκανα πρόβα εγώ, κατέβαινε η Μαρία. Όταν κάναμε πρόβα και οι δυο ταυτόχρονα, κατέβαινε η γυναίκα του Διδίλη, και όταν πέρναγε αστυνομικός, μας χτύπαγε το κουδούνι τρεις φορές. Όταν έφευγε δε, μας το χτύπαγε δυνατά μία φορά.

Ο Μίκης μας έστελνε τα απαγορευμένα του τραγούδια όπως τα «Τραγούδια του Αντρέα», πάνω στην ποίηση του Λόρκα, το θαυμάσιο «Πνευματικό Εμβατήριο» του Σικελιανού. Τα έφερνε μια πανέμορφη κοπελίτσα, δεν ξέρω αν θέλει να πω το όνομά της, είναι σήμερα γνωστή Ελληνίδα ηθοποιός.  Καμιά φορά μας τα έφερνε ένας παπάς, πότε ένας ταγματάρχης.

Ερχόντουσαν έτοιμα, με παρτιτούρες και τραγουδισμένα από τον Μίκη, σε μια κασέτα. Μ’ ένα πιάνο ή όταν δεν είχε πιάνο, χτύπαγε το χέρι του και έλεγε «το μέτωπο, τους Έλληνες, πάλι ξανά στη μάχη». Ήρθε το «Πνευματικό Εμβατήριο» του Σικελιανού. Ήρθε εκείνο το υπέροχο ποίημα που έγραψε η Μαρίνα Χατζηδάκη, η «Κατάσταση Πολιορκίας». Τι ποίηση κι αυτή!

Έρχομαι, λοιπόν, σε συνεννόηση με ανθρώπους της αντιδικτατορικής δράσης στο Παρίσι, και φεύγω πρώτος εγώ,  εγκαθίσταμαι και έρχονται μετά σιγά-σιγά και οι υπόλοιποι. Τελευταία έρχεται η Μαρία Φαραντούρη και αρχίζει να λειτουργεί η ορχήστρα. Μας φιλοξενεί ένας κομουνιστικός δήμος του Παρισιού, στο Υβρί και αρχίζουμε και τραγουδάμε στο εξωτερικό. Τραγουδάμε στην Αγγλία, την Ελβετία, τη Σουηδία, τη Νορβηγία. Τότε είχαμε κι έναν υπέροχο άνθρωπο παρέα μας, τον Γεράσιμο Σταύρου. Έχουν έρθει κι άλλοι Έλληνες. Ο Χριστοδούλου είναι εκεί, ο Νίκος Κούνδουρος, η Μελίνα έρχεται μαζί μας.

Δώσαμε τεράστιες συναυλίες. Μεγάλοι Γάλλοι καλλιτέχνες μαζί μας. Ο Μουστακί, ο Υβ Μοντάν, η Σιμόν Σινιορέ, ο Πάκο ντε Λουτσία. Οι οπαδοί της χούντας έστηναν διαμαρτυρίες. Μια φορά με την Μελίνα στο Ανόβερο… Εκεί για πρώτη φορά στη ζωή μου φοβήθηκα. Γιατί άρχισαν και έπεφταν οι πέτρες βροχή στο καμαρίνι που ήμασταν μαζί με την Μελίνα. Και να σπάνε τα τζάμια.

Και είχε το θράσος αυτή η μεγάλη κυρία, η Μελίνα, να ανοίξει το μπαλκόνι και να βγει και να τους πει «γιατί φωνάζετε;». Και αυτοί της έλεγαν, «Μπες μέσα, μωρή πουτάνα» «Να σας πω», λέει, «τώρα το μάθατε ότι εγώ είμαι πουτάνα; Εγώ είμαι πουτάνα από μικρό παιδί»!

Στην Ελλάδα, γύρισα το 1972, διότι είχα τον πατέρα μου άρρωστο. Ετοιμαζόμασταν να πάμε με τον Μίκη στην Αυστραλία, για τρεις συναυλίες, είχα βγάλει τα εισιτήρια, αλλά του λέω, «εγώ πάω Ελλάδα, θα δω τον πατέρα μου». Μου λέει, «μην πας». Του λέω, «θα πάω, θέλω να τον δω».

Έρχομαι, πεθαίνει ο πατέρας μου, την επόμενη μέρα που έφθασα. Σα να με περίμενε. Και ξεκινώ να φύγω, να πάω Αυστραλία. Μπαίνω μέσα στο αεροπλάνο να ταξιδέψω, μ’ έναν φίλο μου. Ήξερα ότι με παρακολουθούν.  Και λίγο πριν την απογείωση,  είπαν από τα μεγάφωνα του αεροπλάνου να κατέβω. Και πραγματικά, κατέβηκα και με περίμενε ένα ανοιχτό τζιπ από κάτω, μου πήραν το διαβατήριο, και μου είπαν ειρωνικά, «Τι λέτε; Εμείς χρειαζόμαστε καλούς τραγουδιστές στην Ελλάδα και σεις μας φεύγετε;»

Έτσι έμεινα στην Ελλάδα. Τι δουλειά να κάνω; Να γυρίσω στο τσαγκαράδικο; Τα χέρια μου είχαν πια απαλύνει. Δεν υπήρχαν οι κάλοι και οι ρόζοι απ’ τις τανάλιες. Δεν με θέλανε ούτε οι συνθέτες. Με θέλανε, δηλαδή, αλλά δεν τολμούσαν οι άνθρωποι να δώσουν τον κόπο τους και την εργασία τους σ’ έναν άνθρωπο που μπορεί να του λέγανε «δεν τραγουδάς, απαγορεύεται».

Τότε μου δίνει ο Μούτσης μια δουλειά, την οποία και κάνω, μαζί με την Μοσχολιού. Τον «Συνοικισμό Άλφα». Και άρχισα κι εγώ και έμπαινα στα νυχτερινά κέντρα. Μπουάτ κατά προτίμηση, αργότερα διαφθάρην κι εγώ από τα μεγάλα μαγαζιά της παραλίας.

Τόλμησα( με τη φιλελευθεροποίηση της χούντας) και είπα μέσα στην μπουάτ, το «Μιλώ» του Αναγνωστάκη. Γι’ αυτό τον λόγο με πιάσανε και με πήγανε στο ΕΑΤ – ΕΣΑ. Και μου λέει εκείνο το γαϊδούρι, ο Αντωνόπουλος, «γράψε μου σαράντα φορές το «Μιλώ»». Στο ανακριτικό έχεις ένα φως από πάνω σου και ακούς τις φωνές αλλά δεν μπορείς να δεις ποιος είναι. Η πλάκα είναι ότι όταν τραγουδάς, τα λόγια σού έρχονται ποταμάκι. Αλλά όταν τα γράφεις, σταματάς.

«Μιλώ, για τα τελευταία σαλπίσματα των νικημένων ή των ηττημένων;» Εγώ ήθελα και την ακριβή λέξη του Μανώλη. «Των νικημένων». «Μα ποιοι είναι οι νικημένοι στρατιώτες;» με ρωτούσαν. «Μα αυτό το ποίημα», τους έλεγα, «έχει γραφτεί το 1944». «Και γιατί το λες τώρα;».

«Μιλώ για τα λουλούδια που μαραθήκανε στους τάφους και τα σαπίζει η βροχή». «Για ποιους τάφους;». «Γιατί με ρωτάς για ποιους τάφους;» του έλεγα. «Τώρα θες να φας ξύλο και μας κάνεις ερώτηση στην απάντηση; Τι μας κάνεις;».

..Μετά μπαίνουν οι δισκογραφικές εταιρίες. Επιλέγουν πια τι θα ειπωθεί, τι δε θα ειπωθεί. Μπαίνουν τα μέσα ενημέρωσης. Υποστηρίζουν κάποια τραγούδια και άλλα δεν τα υποστηρίζουν. Άλλοι έχουν το κουράγιο και τη δύναμη και το κάνουν και άλλοι έχουν συμβιβαστεί με τη σιωπή. Όλα αυτά οδήγησαν το τραγούδι σε στασιμότητα. Και σήμερα; Δεν είμαι απαισιόδοξο άτομο. Καθόλου. Παλεύω και μέσα απ’ τις χειρότερες συνθήκες. Θα δανειστώ ένα στίχο, για να κλείσω: «τις δυσκολίες των βουνών τις ξεπεράσαμε. Τώρα μας μένουν οι δυσκολίες των πεδιάδων». Το είπε ο Μπρεχτ».

Ο Αντώνης μου είχε διηγηθεί σε συνέχειες τη ζωή του, για τις ανάγκες μιας σειράς ντοκιμαντέρ («Η άγνωστή αντίσταση κατά της χούντας») και του βιβλίου μου «Μαρτυρίες για τη δικτατορία και την αντίσταση».

Άρθρο του Στ. Κούλογλου στο tvxs.gr

(Visited 47 times, 1 visits today)

Read more:
379267-koulamara...
Κουλαμάρα…

Σκίτσο του Γιάννη Δερμεντζόγλου

Close