Χριστούγεννα στη Μόσχα, 30 χρόνια πριν

Permalink

Στη Μόσχα χιόνιζε, όπως πάντα, τέτοιες μέρες. Οι Σοβιετικοί πήγαιναν με το παλιό ημερολόγιο και δεν γιόρταζαν ακόμη τα Χριστούγεννα, ενώ εμείς, οι ανταποκριτές από τις δυτικές χώρες, δεν τα γιορτάζαμε λόγω φόρτου εργασίας: τα τελευταία δύο χρόνια, από την πτώση του τείχους του Βερολίνου το 1989 μέχρι τον Δεκέμβριο του 1991, ήταν γεμάτα ιστορικά γεγονότα. Αλλά μετά την απόπειρα πραξικοπήματος το καλοκαίρι, η ιστορία έτρεχε κυριολεκτικά κάτω από τα παράθυρα μας.

Κατοικούσαμε και δουλεύαμε σε ένα γκέτο των Δυτικών, στη λεωφόρο Κουτούζοφκι Προσπέκτ, δύο βήματα από τον ρωσικό «Λευκό Οίκο», πολύ κοντά στην Κόκκινη Πλατεία και το Κρεμλίνο. Ήταν ένα συγκρότημα πολυκατοικιών, με κατοικίες και γραφεία, καλοφτιαγμένο για τα στάνταρ της εποχής, αλλά άχρωμο και απρόσωπο σαν τον τελευταίο Σοβιετικό γραφειοκράτη. Την είσοδο του γκέτο φρουρούσε μια υπηρεσία της Κα Γκε Μπε.

Παλιότερα, η φρουρά χρησίμευε για να αποτρέπει τις επαφές των αγνών Σοβιετικών ανθρώπων με τους διεφθαρμένους καπιταλιστές: για να μας επισκεφτεί ένας ντόπιος- ή να  μπει μαζί μας με το αυτοκίνητο στο γκέτο- έπρεπε να δώσουμε το όνομα του, κίνηση που για τον επισκέπτη μας μπορούσε να αποδειχθεί πολύ πιο επώδυνη απ’ ότι ακούγεται. Αλλά τους τελευταίους μήνες τα μέτρα είχαν χαλαρώσει, φτάνοντας στο επίπεδο μιας μπουκάλας κονιάκ Μεταξά: επρόκειτο για το πολύτιμο νόμισμα που στις επαφές με τις αρχές, όχι μόνο με τους φρουρούς της εισόδου, είχε αντικαταστήσει το ρούβλι που κατέρρεε.  Και είχαμε αρκετά μπουκάλια στην αποθήκη.

Είχε συγκεντρωθεί λοιπόν μια μικτή παρέα στο σπίτι, δημοσιογράφοι και διπλωμάτες από τη Δύση, διανοούμενοι από την Ανατολή, όταν είδαμε στην τηλεόραση τον Μιχάηλ Γκορμπατσόφ να αναγγέλλει το τέλος:

«Απευθυνόμενος σε εσάς για τελευταία φορά με την ιδιότητα του προέδρου της Σοβιετικής Ένωσης, θεωρώ απαραίτητο να προχωρήσω σε έναν απολογισμό της πορείας που ακολουθήθηκε από το 1985. Η μοίρα θέλησε, τη στιγμή που ανέλαβα τα πιο υψηλά κρατικά αξιώματα, να είναι ήδη φανερό ότι η χώρα πήγαινε άσχημα.

Έχουμε τα πάντα εν αφθονία: γη, πετρέλαιο, φυσικό αέριο, κάρβουνο, πολύτιμα μέταλλα και άλλο φυσικό πλούτο, για να μην υπολογίσουμε την εξυπνάδα και τα ταλέντα που μας χάρισε απλόχερα ο Θεός. Και παρόλα αυτά ζούμε πολύ πιο άσχημα από ότι στις ανεπτυγμένες χώρες είμαστε πάντα σε καθυστέρηση σε σύγκριση με αυτές».

Πρόκειται για τον πιο πλούσιο και συνοπτικό απολογισμό μιας περιπέτειας, που ξεκίνησε όταν ο πολύ νεαρός, για τα δεδομένα της σοβιετικής γεροντοκρατίας, 54χρονος μεταρρυθμιστής εκλέχθηκε γενικός γραμματέας του ΚΚ της Σοβιετικής Ενωσης. Ο Γκορμπατσόφ θα μπορούσε να κολυμπήσει στη στασιμότητα,  κυβερνώντας για κάμποσα χρόνια χωρίς πρόβλημα. Η ιστορία κάποτε θα του αναγνωρίσει ότι πήρε το ρίσκο να αλλάξει μια χώρα που αυτό-κατέστρεφε τα αμύθητα πλούτη και τους ανθρώπους της. Η έκρηξη στο Τσερνομπίλ ένα χρόνο μετά την εκλογή του, ήταν για τον Γκορμπατσόφ η τρανταχτή απόδειξη της παθογένειας του συστήματος και επιτάχυνε τις κινήσεις του.

Όταν τον  ρώτησα σε μια συνέντευξη πώς ξεκίνησαν όλα, μου είπε με αφοπλιστική ειλικρίνεια: «ξεκίνησα με οικονομικές μεταρρυθμίσεις, αλλά αντιδρούσε έντονα η νομενκλατούρα. Έπρεπε λοιπόν να προχωρήσω και σε πολιτικές αλλαγές». Για να ξεπεράσει την κομματική γραφειοκρατία, που υπερασπιζόταν λυσσαλέα τα προνόμια της απέναντι στον υπόλοιπο πληθυσμό, έπρεπε να ανοίξει το παιχνίδι βάζοντας μέσα και την κοινωνία, γυρίζοντας τον αντιφρονούντα Αντρέι  Ζαχάροφ από την εξορία, αναγνωρίζοντας λάθη του παρελθόντος, αφήνοντας περιθώρια ελευθερίας στον τύπο. Αποδεχόμενος να κάνουν κριτική και στον ίδιο, σίγουρο εισιτήριο σε άλλες εποχές για τα γκουλάγκ.

Πρόκειται για τεράστιες τομές, αλλά γέννημα-θρέμμα του συστήματος , ο νέος Σοβιετικός ηγέτης κουβαλούσε την αφέλεια του κομουνιστή που πιστεύει ότι το μέλλον είναι κόκκινο αλλά και τους περιορισμούς που επιβάλλει στη ζωή του καθένα μας,  και στην πολιτική, το καταραμένο DNA. Δεν ήταν σε θέση να εκτιμήσει- ποιος μπορούσε άλλωστε τότε;- ότι όπως το σύστημα είχε κακοφορμίσει δεν ήταν μεταρρυθμίσιμο. Αν είχε υπάρξει φυσικά ποτέ, καθώς οι εξεγέρσεις στην Πολωνία, την Ουγγαρία και η άνοιξη της Πράγας τις δεκαετίες του 50 και του 60,  είχαν δείξει ότι το παραμικρό άνοιγμα απελευθέρωνε δυνάμεις ισχυρότερες και από τους ασκούς του Αιόλου. Και είναι προς τιμή του Γκορμπατσόφ ότι δεν έστειλε τα τανκς στη Βουδαπέστη ή στη Πράγα, όπως είχαν κάνει οι προκάτοχοι του, όταν οι αλλαγές που είχε ξεκινήσει ξέφυγαν από τον έλεγχο του.

Αλλά το 1991, μέσα στη Σοβιετική Ένωση σημειώνονταν ήδη ένοπλες συγκρούσεις ανάμεσα σε δύο «αδελφές» σοβιετικές δημοκρατίες, την Αρμενία και το Αζερμπαϊτζάν, οι τρεις της Βαλτικής ήταν έτοιμες για αναχώρηση, οι φυγόκεντρες τάσεις έσκιζαν τα ρούχα της σοβιετικής «μητέρας των λαών», τραβώντας από τη μία και από την άλλη. Και όλα αυτά σε μια χώρα που δεν είχε γνωρίσει ποτέ δημοκρατία, ώστε να υπάρχουν μνήμες και άνθρωποι, που να αναφέρονται και να θέλουν να επιστρέψουν σε αυτήν.

Για τους δυτικούς του γκέτο της Κουτούζοφκι Προσπέκτ εκείνο το απόγευμα, το διάγγελμα της αποχώρησης του Γκορμπατσόφ ήταν ένα ιστορικό γεγονός. Για τους Ρώσους και άλλους Σοβιετικούς, κουρασμένους μετά από χρόνια  ταραχών και ελπίδων που είχαν διαψευστεί, στους οποίους ο απερχόμενος ηγέτης ήταν άλλωστε λιγότερο ως καθόλου δημοφιλής, ξεκινούσε απλώς μια ακόμη περιπέτεια. Από αυτές που τους είχαν φέρει συχνά στο προσκήνιο της ιστορίας, τουλάχιστον από το 1917 και μετά.

Άρθρο του Στ. Κούλογλου στο tvxs.gr


(Visited 24 times, 1 visits today)

Read more:
Οικογένειες...
Οικογένειες…

Σκίτσο του Γιάννη Δερμεντζόγλου

Close