Με την χθεσινή ομιλία του Αντώνη Σαμαρά στην Καβάλα, γίνεται σαφές ότι ο πρώην πρωθυπουργός «προσπαθεί να εντάξει την Νέα Δημοκρατία στην ακροδεξιά διεθνή», δήλωσε ο ευρωβουλευτής Στέλιος Κούλογλου μιλώντας στον ραδιοφωνικό σταθμό «Στο Κόκκινο» της Θεσσαλονίκης.
«Η ομιλία-μανιφέστο του κ. Σαμαρά ήταν σε τελείως διαφορετική κατεύθυνση από αυτή που θέλει να επιβάλει ανεπιτυχώς στην ΝΔ ο κ. Μητσοτάκης. Η πιο σημαντική φράση της ομιλίας αυτής είναι ότι ‘ο πατριωτισμός γίνεται ξανά επίκαιρος παντού’. Με την λέξη πατριωτισμό, ο κ. Σαμαράς εννοεί την άνοδο της πατριδοκάπηλης ακροδεξιάς. Μίλησε με ακραίο και ρατσιστικό τρόπο για τους πρόσφυγες και τους μετανάστες, υιοθετώντας πλήρως την φρασεολογία του Όρμπαν, της ομάδας του Βίζεγκραντ, και του Τράμπ. Στην Ευρώπη συγκροτείται μια ακροδεξιά διεθνής – ήδη είναι ο Στίβ Μπάνον, ο ακροδεξιός πρώην σύμβουλος του Τράμπ, είναι στις Βρυξέλλες για αυτό τον σκοπό. Ο κ. Σαμαράς θέλει να οδηγήσει εκεί την ΝΔ, αγνοώντας πλήρως τις διακηρύξεις του κ. Μητσοτάκη την προηγούμενη εβδομάδα, με τις οποίες προσπάθησε να κάνει άνοιγμα προς το κέντρο. Ο κ. Σαμαράς, με την παρέμβασή του, εν γνώσει του είπε πως ‘εγώ κάνω κουμάντο’», εξήγησε ο ευρωβουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ.
Ο Στέλιος Κούλογλου σχολίασε ωστόσο πως δεν αναμένεται ηχηρή απάντηση από πλευράς Μητσοτάκη καθώς «εξελέγη με την υποστήριξη της ακροδεξιάς πτέρυγας, για αυτό άλλωστε και έκανε τον Γεωργιάδη αντιπρόεδρο. Έχει πολλά γραμμάτια να αποπληρώσει. Ξέρει ότι πρέπει να κάνει συνεχείς υποχωρήσεις, διότι διαφορετικά αυτοί θα αποχωρήσουν και θα του βάλουν πολλές τρικλοποδιές με αποτέλεσμα να μην καταφέρει ποτέ να έρθει στην κυβέρνηση, που είναι και το μοναδικό του μέλημα». «Το άνοιγμα του κ. Μητσοτάκη προς το κέντρο ήταν επιβεβλημένο από τις δημοσκοπήσεις. Όμως στην πραγματικότητα τον τραβάνε από το μανίκι οι Σαμαράς και ακροδεξιοί. Θα τον κρατάνε όμηρο μέχρι τις εκλογές», συμπλήρωσε ο ευρωβουλευτής.
Για την περίπτωση της Ιταλίας και τις ακροδεξιές κορώνες του αντιπροέδρου της κυβέρνησης και αρχηγού του ακροδεξιού κόμματος, Ματέο Σαλβίνι, περί οικονομικού ολοκαυτώματος και ότι δεν θα αφήσουν κανέναν πρόσφυγα να πατήσει το πόδι του στην χώρα, ο ευρωβουλευτής Στ. Κούλογλου, σχολίασε πως «η γραμμή Σαλβίνι είναι κοινή: πατριδοκαπηλία με βασικό όπλο το μεταναστευτικό. Η αντίδραση της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι πολύ χλιαρή, καθώς είναι διχασμένη αφεντός γιατί υπάρχουν και άλλες χώρες που ακολουθούν την ίδια γραμμή, όπως η χώρες του Βίζεγκραντ και η Αυστρία, και αφετέρου η ηγεσία της ΕΕ αυτή την στιγμή είναι αποδυναμωμένη ακριβώς εξαιτίας του προσφυγικού. Η Μέρκελ έχει χάσει μεγάλο μέρος της δύναμής της και το Βερολίνο είναι αδύναμο να οδηγήσει την Ευρώπη. Αποδείχθηκε για άλλη μια φορά ότι η ΕΕ χωρίς ισορροπία υποφέρει από το λεγόμενο σύνδρομο της Γερμανίας: είναι πολύ μεγάλη για να μείνει μόνο στην ουρά της και πολύ μικρή για να κυριαρχήσει στην Ευρώπη. Η αποτυχία της Γερμανίας να παίξει ηγετικό ρόλο βλέπουμε ότι έφερε ως αποτελέσματα τον Σαλβίνι και τον Ορμπάν. Μάλλον ο κ. Σαμαράς ζήλεψε και θέλει τα ίδια και για την Ελλάδα».
Ωστόσο, «μετά από όλα αυτά τα περιστατικά ανυπακοής ελπίζαμε ότι στην ΕΕ θα αρχίσουν να εφαρμόζονται κυρώσεις για όσους δεν τηρούν τις συμφωνίες. Υπάρχουν χώρες που δεν έχουν δεχθεί ούτε ένα πρόσφυγα και όμως παρά τις αντίθετες αποφάσεις δεν υφίστανται καμία κύρωση. Όταν υπάρχουν αυτά τα δείγματα γραφής, όμως, κάθε χώρα κινείται πλέον με τα δικά της συμφέροντα και τις δημαγωγικές επιταγές του εκάστοτε επικεφαλής. Είναι εξοργιστικό», τόνισε ο ευρωβουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ.
Τέλος, ερωτηθείς εάν είναι καλή συγκυρία η διεκδίκηση των γερμανικών αποζημιώσεων με αφορμή το σχετικό δημοσίευμα του Spiegel, ο ευρωβουλετής Στ. Κούλογλου, παρατήρησε πως «ποτέ δεν ήταν καλή η συγκυρία για την διεκδίκησή τους, κυρίως λόγω των δικών μας λαθών. Στην αρχή είχαμε τον εμφύλιο, μετά θέλαμε να μπούμε στην ΕΕ, και τώρα χρεοκοπήσαμε και ζητούσαμε δανεικά από την Μέρκελ. Το ότι ανακινείται, όμως, το θέμα από γερμανικά έντυπα είναι θετικό, αλλά να μην θεωρούμε ότι έχουμε αυτά τα 280 δισεκατομμύρια στην τσέπη μας. Βέβαια, δημιουργούνται καλές προϋποθέσεις και αυτές θα αυξάνονται όσο η χώρα ανακτά την οικονομική ανεξαρτησία της».