«Η προστασία της ανωνυμίας των μαρτύρων δημοσίου συμφέροντος είναι απολύτως απαραίτητη. Εάν ένας μάρτυρας δημοσίου συμφέροντος δεν διατηρήσει την ανωνυμία του, έχει καεί για πάντα. Δεν πρόκειται να δουλέψει ξανά. Η ανωνυμία επιτρέπει ουσιαστική και προστατευμένη μαρτυρία», δήλωσε ο Στίβεν Κον, o διάσημος Αμερικανός δικηγόρος, που ειδικεύεται σε θέματα μαρτύρων δημοσίου συμφέροντος, απαντώντας σε ερώτηση του ευρωβουλευτή Στέλιου Κούλογλου. Η εξαιρετικά ενδιαφέρουσα ανταλλαγή απόψεων έγινε κατά τη δημόσια ακρόαση της Επιτροπής για οικονομικά εγκλήματα, φοροδιαφυγή και φοροαποφυγή TAX3 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, που ερευνά το πολύκροτο σκάνδαλο της Danske Bank.
Η δανέζικη τράπεζα κατηγορείται για ξέπλυμα μαύρου χρήματος ύψους 200 δισ. δολαρίων μέσω ενός σχήματος τουλάχιστον 10 τραπεζών που στον πυρήνα του είχε την θυγατρική της Danske Bank στην Εσθονία. Στην υπόθεση εμπλέκονται και δυο αμερικανικές τράπεζες, η JP Morgan και η Bank of America, όπως και η θυγατρική της Deutsche Bank στις ΗΠΑ.
Ο ευρωβουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ αναφέροντας ως παράδειγμα την υπόθεση Novartis στην Ελλάδα, όπου οι μάρτυρες δημοσίου συμφέροντος αποκαλούνται από τους φερόμενους ως εμπλεκόμενους στο σκάνδαλο, ψεύτες και κουκουλοφόροι, ρώτησε τον νομικό πόσο σημαντική θεωρεί την ανωνυμία για τους whistleblowers.
«Είναι απολύτως απαραίτητη. Όταν οι ΗΠΑ επεξεργάζονταν το νομοσχέδιο για την μεταρρύθμιση της Wall Street και την προστασία των καταναλωτών, συνεργάστηκα με την Επιτροπή της Γερουσίας για την κατάρτισή του. Τότε προέκυψε το ζήτημα των αντιποίνων εναντίον των μαρτύρων, από τους εμπλεκόμενους. Το συμπέρασμα ήταν ότι εάν ένας μάρτυρας δημοσίου συμφέροντος δεν διατηρήσει την ανωνυμία του, έχει καεί για πάντα. Αποφασίστηκε η ψήφιση ενός νόμου που θα επέτρεπε για πρώτη φορά την ουσιαστική και προστατευμένη μαρτυρία. Όσον αφορά την Ελλάδα, για την οποία έχω μια γνώση, καθώς εκπροσωπώ πολλούς ευρωπαίους μάρτυρες δημοσίου συμφέροντος, μπορώ να σας πω ότι το πρόβλημα στην Ευρώπη είναι η αποκάλυψη της ταυτότητας του μάρτυρα», απάντησε, ο Στίβεν Κον.
«Ένα σύστημα εναντίον των οικονομικών εγκλημάτων που βασανίζει τους μάρτυρες δημοσίου συμφέροντος δεν λειτουργεί. Αντιθέτως, θα έπρεπε να επιβραβεύει και να αποζημιώνει τους μάρτυρες ανάλογα με την δύναμη της πληροφορίας που διαθέτουν και πως αυτή μπορεί να οδηγήσει στην δίωξη όσων παρανομούν», εξήγησε ο Στίβεν Κον. «Όταν έχεις την προστασία της ανωνυμίας και αυτές τις πληροφορίες μπορείς να έχεις και ένα επιτυχημένο φορολογικό σύστημα», συμπλήρωσε.
Στην δημόσια ακρόαση κατέθεσε και ο μάρτυρας δημοσίου συμφέροντος Χάουαρντ Γουίλκινσον, που αποκάλυψε το σκάνδαλο της Danske Bank. «Κε Γουίλκινσον, στην κατάθεση σας στο κοινοβούλιο της Δανίας αναφερθήκατε και σε άλλες τράπεζες που συμμετείχαν σε αυτή την διακίνηση δισεκατομμυρίων δολαρίων. Όλοι μιλάνε για την Deutsche Bank, την JP Morgan και την Bank of America», ρώτησε ο ευρωβουλευτής Στ. Κούλογλου.
Ο κ. Γουίλκινσον δεν ανέφερε τα ονόματα των τριών τραπεζών, επιβεβαιώνοντας όμως εμμέσως τον Έλληνα ευρωβουλευτή. «Οι άλλες τράπεζες (που συνεργάστηκαν με τη Danske Bank και τη θυγατρική τους) έχουν δικαίωμα στην ανωνυμία», απάντησε ο whistleblower, και ο συνήγορός του Στίβεν Κον συμπλήρωσε: «Έτσι βλέπουμε πως ο εγκληματίας απολαμβάνει την προστασία της ταυτότητάς του, ενώ αυτή του μάρτυρα δημοσίου συμφέροντος διαρρέει και δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα για αυτό».
Σημειώνεται πως ο Χάουαρντ Γουίλκινσον, που εργαζόταν στην εσθονική θυγατρική της Danske Bank, τον Ιανουάριο του 2014 ενημέρωσε τους ανωτέρους του για τις ανησυχίες του σχετικά με ύποπτες κινήσεις κεφαλαίων ύψους 200 δισεκατομμυρίων δολαρίων μέσα από την τράπεζα. «Τον Μάρτιο του 2014 αντιλήφθηκα ότι η τράπεζα δεν πρόκειται να ασχοληθεί με τις παρατηρήσεις μου. Τον Απρίλιο δυο προϊστάμενοι μου απάντησαν ότι το θέμα έτυχε ‘της υψηλότερης προσοχής στα κεντρικά’ και διαπιστώθηκε ότι ‘δεν υπήρξε παραβίαση του εσθονικού νόμου’, ούτε ότι χρειάζεται να ‘αλλάξει κάτι στα στοιχεία των πελατών’. Κατόπιν παραιτήθηκα για λόγους αρχής», είπε ο ίδιος στην Επιτροπή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, σημειώνοντας πως κατόπιν οι προϊστάμενοί του του παρουσίασαν ένα αυστηρό συμφωνητικό εχεμύθειας και σε αντάλλαγμα για την υπογραφή του ένα πολύ σημαντικό ποσό. «Κανένα εργασιακό συμβόλαιό μου δεν δικαιολογούσε τέτοιο ποσό», σχολίασε ο Γουίλκινσον προσθέτοντας πως αργότερα έμαθε πως αυτά τα συμφωνητικά δεν έχουν ισχύ στην Βρετανία και είναι παράνομα στις ΗΠΑ.
Παρόλα αυτά, με το που έγινε γνωστή η υπόθεση το 2017 όταν και η Danske Bank ανακοίνωσε ότι υπάρχει ένας whistleblower σχετικά με τις δραστηριότητες του εσθονικού παραρτήματός της, τα εσθονικά και δανέζικα ΜΜΕ δεν ασχολήθηκαν με την τράπεζα και το ξέπλυμα χρήματος αλλά με την ταυτότητα του μάρτυρα. «Στα μέσα του 2018 δυο οργανισμοί με είχαν ταυτοποιήσει αλλά δεν είχαν αναφέρει το όνομά μου. Στις αρχές του Σεπτέμβρη μια εσθονική εφημερίδα έγραφε ότι το όνομά μου είναι η ερώτηση κλειδί. Στα τέλη του ίδιου μήνα, το εβδομαδιαίο εσθονικό περιοδικό Eesti Ekspress με κατονόμασε δημοσίως και φιλοξένησε και σχόλια τεσσάρων νυν και πρώην υπαλλήλων της τράπεζας», ανέφερε ο μάρτυρας απαντώντας σε ερωτήσεις της Επιτροπής TAX3.
«Η τράπεζα μπόρεσε να με ταυτοποιήσει βάσει των όσων διέρρευσα και απέτυχε να με προστατεύσει και να μην με θέσει σε κίνδυνο», προσέθεσε ο Χ. Γουίλκινσον. «Μέχρι και τον Σεπτέμβριο του 2018 δεν είχα δει σημαντική επίπτωση στην ζωή μου. Κατόπιν το όνομά μου έγινε γνωστό παγκοσμίως με τα εσθονικά ΜΜΕ να γίνονται όλο και πιο αδιάκριτα φτάνοντας στο σημείο να μεταδίδουν ακόμη και ψευδείς ειδήσεις βασισμένες σε ‘πηγές’. Δεν άφησαν άφησε απ’ έξω ούτε την οικογένειά μου. Νιώθω ότι τα προσωπικά μου δικαιώματα έχουν παραβιαστεί», συμπλήρωσε.
Ο μάρτυρας δημοσίου συμφέροντος ξέρει πλέον ότι δεν μπορεί να βρει αντίστοιχη δουλειά στην Εσθονία. Έχοντας εγκαταλείψει την χώρα το 2015, ζει στην Βρετανία όπου δεν δουλεύει στον χρηματοοικονομικό τομέα. Ο μισθός του είναι ένα κλάσμα των όσων έπαιρνε στο Ταλίν, αλλά την υπόθεση ερευνούν πλέον και οι αμερικανικές αρχές…