Αυτή η κυβέρνηση έχει διάφορα αυτοματοποιημένα αντανακλαστικά. Αντιδρά παραδείγματος χάριν αρνητικά, όταν ακούει για πολιτισμό. Είναι αυτό που πρόσφατα σημείωσε ο Σταύρος Ξαρχάκος για τα 16 κομβικά σημεία του προεκλογικού προγράμματος της ΝΔ, από τα οποία απουσίαζε πανηγυρικά ο πολιτισμός. Είναι εύκολα εξηγήσιμο: με μικρές εξαιρέσεις η ελληνική δεξιά ποτέ δεν είχε σχέση με τον χώρο, δεν τρελαινόταν για τις θεατρικές παραστάσεις που άλλωστε δεν προκαλούν και επικοινωνιακό εφέ (ο νυν πρωθυπουργός έχει πάει σε αγώνα τένις για να δει τον Τσιτσιπά και σε μπάσκετ για τον Αντετοκούμπο) , δεν είχαν τα στελέχη της πολλές προσωπικές επαφές με καλλιτέχνες.
Άντε κάνα στημένο, όπως αυτό με τη Πρωτοψάλτη που πέρασε τυχαία έξω από το Μαξίμου, όπου επίσης τυχαία βρισκόταν ο Μητσοτάκης και καμιά δεκαριά κανάλια. Στο κάτω κάτω δεν είναι και ψηφοφόροι τους. Ούτε οι καλλιτέχνες, ούτε οι περισσότεροι από όσους ακούν Αγγελάκα, Μάλαμα ή Δεληβοριά.
Η άλλη παβλοφική αντίδραση είναι η αστυνομική βία. Από την οικογένεια Ινδαρέ μέχρι τους πολίτες που ξεγύμνωναν στη Πατησίων και τις συλλήψεις των εφήβων που έβλεπαν την ταινία «Τζόκερ », τα όργια που κάνανε πριν, σταμάτησαν με την πανδημία. Άντε κανένα μπλόκο στις παραλίες για όσους ήθελαν να πάρουν ανάσα από την καραντίνα και στους προσφυγικούς καταυλισμούς. Τις έφαγε βέβαια άγρια ένας 22χρονος νεαρός με ειδικές ανάγκες, στην Ηλεία, μπροστά στα μάτια των συγχωριανών και της μητέρας του. Αλλά πως να βρεις για να δείρεις, όταν όλοι μένουνε σπίτι;
Με το που χαλάρωσαν τα μέτρα και βγήκαν έξω, αρχίσανε τα όργανα. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τα μέτρα προφύλαξης πρέπει να συνεχιστούν και καμιά φορά ίσως χρειαστεί να κλείσει καμία πλατεία. Αλλά εδώ με την παραμικρή αφορμή αρχίσανε τις συλλήψεις και το ξύλο, λες και η πολιτική ηγεσία της Αστυνομίας είναι εξαρτημένη και θέλει να σνιφάρει δακρυγόνα. «Φυσικά και δεν ήμασταν 300 άτομα όπως αναφέρουν κάποια ΜΜΕ. Τόσα άτομα δεν χωράνε καν στην πλατεία και τηρούσαμε τις αποστάσεις», είπε ένας από τους αυτόπτες μάρτυρες για την επέμβαση της αστυνομίας στην Κυψέλη. «Κάποια στιγμή γύρω στις 2 τα ξημερώματα και χωρίς να έχει προηγηθεί καμία απολύτως προειδοποίηση ή σύσταση, εισέβαλαν στην πλατεία ρίχνοντας κρότου – λάμψης και δακρυγόνα και χρησιμοποιώντας τυφλή βία».
Όλα αυτά, ενώ το χειρότερο που μπορεί να κάνει η πολιτική ηγεσία σε τόσο κρίσιμες στιγμές, είναι να στέλνει αντιφατικά μηνύματα. Δεν μπορείς δηλαδή να δέρνεις στην Αγία Παρασκευή για να τηρηθούν οι αποστάσεις μετά την καραντίνα, όταν δεν έχουν τηρηθεί τα μέτρα στη διάρκεια της: έξω από το Μέγαρο Μαξίμου συναυλίας- μαϊμού, όταν οι ακροδεξιοί και στελέχη της ΝΔ συνωστίζονταν για να μην αφήσουν τους πρόσφυγες να φτάσουν στο Καρπενήσι ή όταν πυρπολούν ξενοδοχεία οι συγκεντρωμένοι εγχώριοι Κου Κλουξ Κλαν στην Πέλλα. Γιατί πρέπει οι νέοι να μην πάνε σε μια πλατεία, όταν βλέπουν όλα αυτά;
Επειδή από την εποχή των πειραμάτων του Ιβαν Παβλόφ με τους σκύλους έχει περάσει χρόνος, αναζητείται μια σοβαρή εξήγηση για την παράλογη συμπεριφορά των οργάνων της τάξης, της κυβέρνησης και όσων ΜΜΕ την υποστηρίζουν. Ο ένας λόγος είναι ότι, επειδή το σενάριο των εκλογών είναι πάνω στο τραπέζι, κάθε υπουργός κάνει το κομμάτι του στο νεοδημοκρατικό εκλογικό σώμα: της « Προστασίας του Πολίτη» δέρνει και κατηγορεί εμμέσως ακόμη και τους πασοκτζήδες για την υπόθεση Marfin, της Παιδείας φλερτάρει με την εκκλησία, του «Περιβάλλοντος » για να πέσει κανένα φράγκο από τα συμφέροντα, για τις ανάγκες του προεκλογικού αγώνα.
Υπάρχει σίγουρα και η αγωνία μήπως τα κρούσματα του κοροναϊού πληθύνουν. Τα πρόσφατα περιστατικά στη Λάρισα ή ακόμη και στην Κρήτη, με το «ορφανό» κρούσμα, προκαλούν ανησυχία. Αν υπάρξουν κι άλλα, πως να κάνεις εκλογές ζητώντας από την παραδοσιακή εκλογική πελατεία της ΝΔ, τους συνταξιούχους και τις μεγάλες ηλικίες να αψηφήσουν τον κίνδυνο και να κατέβουν να ψηφίσουν; Ας μη ξεχνάμε, τέλος, ότι οι νέοι δεν ψηφίζουν ΝΔ. E, δεν τους αξίζει και καμιά χοντρή σφαλιάρα;