Δημοσιογράφοι, εγκληματίες πολέμου. Άρθρο του Στ. Κούλογλου στο tvxs.gr

Permalink

Διάβασα τις προάλλες μια συνέντευξη του Τόνι Μπλερ στην «Καθημερινή». Φαινόταν ενδιαφέρουσα, από πρώτη άποψη. Ο πρώην Βρετανός πρωθυπουργός έχει τεράστιες ευθύνες για τον πόλεμο στο Ιράκ το 2003. Δεν συμμετείχε απλώς, δίπλα στον Τζορτζ Μπους: πρωταγωνίστησε στα ψέματα και την παραπλάνηση του πλανήτη. Χωρίς αυτόν, με δεδομένες τις τεράστιες τότε διεθνείς αντιδράσεις, ο Αμερικανός πρόεδρος ίσως δεν θα είχε προχωρήσει από μόνος του στην εισβολή.

Τα αποτελέσματα της, τα ζούμε ακόμη. Μια ολόκληρη χώρα καταστράφηκε, το Ισλαμικό Κράτος γεννήθηκε στα συντρίμμια της, τρομοκρατώντας και δολοφονώντας αθώους στις πρωτεύουσες της Ευρώπης. Βασανιστήρια, αμέτρητες παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, 25% των Ιρακινών παιδιών να υποφέρουν από υποσιτισμό, ένα εκατομμύριο Ιρακινοί έχουν βρει το θάνατο και πολλοί περισσότεροι πρόσφυγες  χτυπούν τις πόρτες της Ευρώπης. Ο Τόνι Μπλερ είναι ο ορισμός του εγκληματία πολέμου.

Απόσπασμα του δημοσιογράφου στον πρόλογο της συνέντευξης: «Ομολογώ ότι ο Τόνι Μπλερ είναι ο μόνος ξένος πολιτικός που παρακολουθώ συστηματικά. Ποτέ δεν έπαψε να με εντυπωσιάζει με το μυαλό, με το χάρισμα που διαθέτει και φυσικά με τις ηγετικές του ικανότητες, ακόμα και στις πιο αμφιλεγόμενες περιόδους της 10ετούς πρωθυπουργίας του». Περίμενα τουλάχιστον να διαβάσω κάτι για τη ματωμένη « αμφιλεγόμενη περίοδο» που έχει σφραγίσει και αποτελεί την κληρονομιά του Μπλερ. Τίποτα. Την ξαναδιάβασα μήπως έκανα λάθος. Δεν υπάρχει η παραμικρή, όχι ερώτηση, αλλά νύξη για την εισβολή στο Ιράκ.

Αυτό που συμβαίνει τα τελευταία χρόνια με την ελληνική δημοσιογραφία δεν περιγράφεται. Προσπαθώ να την εξηγήσω στους ξένους δημοσιογράφους αλλά δεν καταλαβαίνουν. Πως εξηγείται -παράδειγμα, ένα από τα χιλιάδες- να παραμένει στη θέση του δημοσιογράφος, που βλέπουμε στην κάμερα να του πασάρει ο συνεντευξιαζόμενος υποψήφιος πρωθυπουργός σκονάκι, με την ερώτηση που πρέπει να του κάνει;

Οι στοιχειώδεις κανόνες της δεοντολογίας, αυτοί που διδάσκονται στο πρώτο έτος της δημοσιογραφίας, βιάζονται κατ εξακολούθηση. Ειδήσεις δεν διασταυρώνονται. Πρόσωπα που αναφέρονται σε «ρεπορτάζ»  δεν ερωτώνται για αυτά που γράφονται για αυτούς. Είμαι ένα από τα φρέσκα θύματα, όταν μια φιλική συνάντηση με τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης παρουσιάστηκε ως  μασάζ» για να μην αποχωρήσω από τον ΣΥΡΙΖΑ, κάτι που δεν έχει τεθεί ούτε μία στιγμή. Πως να ορκιστώ αρθρογραφικά; Να θυμίσω ότι γράφω μια στήλη, που διεκτραγωδεί τη νεοδημοκρατική διακυβέρνηση, και έχει τίτλο «ΣΥΡΙΖΑ θα λες και θα κλαις»;

Οι αντίθετες απόψεις διαστρεβλώνονται ή αποσιωπώνται, Ακόμη και γελοιογραφίες-  κανείς εκτός από τη χούντα δεν είχε τολμήσει να ενοχλήσει το πιο ελεύθερο και αθυρόστομο είδος- τίθενται στο στόχαστρο και λογοκρίνονται. Μετά από μία μαζική επιχείρηση εξαγοράς από τη νέα κυβέρνηση, με τον διορισμό εκατοντάδων δημοσιογράφων σε θέσεις υπουργείων, η πανδημία και οι οικονομικές της συνέπειες έχουν δώσει τη χαριστική βολή.

Ακόμη και στοιχειώδεις ερωτήσεις δεν υποβάλλονται: μαθαίνουμε πόσα θετικά κρούσματα κοροναιού έχουμε τη μέρα, αλλά δεν ξέρουμε πόσα τεστ γίνονται. Έρευνες επίσημων ιατρικών σωματείων για τις ελλείψεις σε ιατρικό προσωπικό και υποδομές λογοκρίνονται και αποσιωπούνται. Γραφιάδες συγκρίνουν τον πρωθυπουργό με τον Ηρακλή, τον Τσόρτσιλ ή τον Μωυσή και δεν ντρέπονται να δηλώνουν δημοσιογράφοι.

Η παρακμή της δημοσιογραφίας είναι διεθνές φαινόμενο, αλλά σε άλλες χώρες τηρούνται ορισμένοι κανόνες. Μόλις την προηγούμενη εβδομάδα, ο αρχισυντάκτης για τις σελίδες γνώμης των New York Times παραιτήθηκε, μετά τη δημοσίευση του άρθρου ενός Αμερικανού βουλευτή,  που ζητούσε η εξέγερση μετά τη δολοφονία του Τζορτζ Φλόυντ, να αντιμετωπιστεί με επέμβαση του στρατού. Στην Ελλάδα, σε ανάλογες καταστάσεις, θα μπορούσε να προαχθεί σε διευθυντή, αν δεν επέλεγε να τα παρατήσει για να γίνει κυβερνητικός εκπρόσωπος.

Πίσω στη συνέντευξη Μπλερ, ο πρώην Βρετανός πρωθυπουργός ερωτάται για τους ιστορικούς δεσμούς Ελλάδας-Μεγάλης Βρετανίας, για τις οποίους, όπως προκύπτει από τις απαντήσεις, δεν έχει ιδέα.

– Το 2021 κλείνουν 200 χρόνια από την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης. Είστε υπερήφανος για τον καταλυτικό ρόλο της χώρας σας στην ανεξαρτησία της Ελλάδας;

– Απολύτως. Η σχέση της Βρετανίας και της Ελλάδας είναι πολύ ισχυρή. Δεν βασίζεται μόνο στον μεγάλο αριθμό Βρετανών που πηγαίνουν στην Ελλάδα για διακοπές. Βασίζεται και στον πολιτισμό. Υπάρχει, επίσης, ένας σημαντικός αριθμός Ελλήνων που ζουν στο Ηνωμένο Βασίλειο.

– Δεν ξεχνάμε, άλλωστε, ότι ο Ουίνστον Τσώρτσιλ ταξίδευσε στην Αθήνα τα Χριστούγεννα του 1944 για να διασφαλίσει ότι η Ελλάδα θα παραμείνει στον ελεύθερο κόσμο…

– Φυσικά δεν το ξεχνάμε!, απαντά ο κατά τα άλλα λαλίστατος Μπλερ που δεν έχει τίποτα να πει και η συνέντευξη περνάει σε άλλο θέμα.

Τον Δεκέμβριο του 1944, η βρετανική στρατιωτική επίθεση κατέστρεψε την Αθήνα. Στις καλύτερες παραδόσεις της αποικιοκρατίας, ο τότε πρωθυπουργός Ουίνστον Τσόρτσιλ (ο αυθεντικός) είχε διατάξει τον Βρετανό διοικητή «να ενεργήσει σαν να ήταν σε μια κατεχόμενη πόλη όπου βρίσκεται σε εξέλιξη μια εξέγερση ντόπιων».  Πάνω από 5.000 άνθρωποι σκοτώθηκαν και δεκάδες χιλιάδες πιάστηκαν όμηροι, και από τις 2 εμπόλεμες πλευρές.

Ενώ ο Παγκόσμιος Πόλεμος δεν είχε τελειώσει, η πρώτη στην ιστορία επέμβαση συμμαχικών δυνάμεων ενάντια στην αντιναζιστική, εθνική αντίσταση μιας χώρας που είχε πετύχει την πρώτη νίκη επί του φασιστικού Αξονα, έγινε μέσα σε κλίμα πρωτοφανών αντιδράσεων της διεθνούς και βρετανικής κοινής γνώμης. Οι ανταποκρίσεις των βρετανικών εφημερίδων, τότε που υπήρχαν έξοχοι δημοσιογράφοι, είναι συγκλονιστικές.

Τα Δεκεμβριανά,  καταλύτης για τον εμφύλιο πόλεμο που κατέστρεψε τα επόμενα χρόνια την Ελλάδα, ξεκίνησε από τη σφαγή αθώων διαδηλωτών στην Πλατεία Συντάγματος. Aυτόπτης μάρτυρας, ο Βρετανός συγγραφέας και δημοσιογράφος Wilfred Byford-Jones, που υπηρετούσε τότε ως αξιωματικός στην Αθήνα, περιέγραφε: « Η αστυνομική διμοιρία από πάνω μας, άδειασε τα όπλα της στη διαδήλωση. Είχα ακούσει ατελείωτες ιστορίες για μαζικές εκτελέσεις Ελλήνων από Γερμανούς, τις οποίες είχα και δεν είχα πιστέψει. Είχα δει ανθρώπους που γνώριζα και αγαπούσα πολύ να σκοτώνονται δίπλα μου στο πεδίο της μάχης, αλλά τίποτα από όλα αυτά δεν ήταν δυνατόν να με προετοιμάσει γι’ αυτό που αντίκρισα σ’ εκείνον τον πλατύ, ηλιόλουστο, δεντροστοιχισμένο δρόμο, πλημμυρισμένο από ανθρώπους που αστειεύονταν και γελούσαν, μια αναπνοή από τα αρχαία μνημεία της πρώτης δημοκρατίας, με τη γλυκιά ηχώ της καμπάνας να αιωρείται ακόμα πάνω από το ήσυχο κυριακάτικο αεράκι».
Κρίμα που δεν είχε προλάβει να γνωρίσει τον «χαρισματικό» Τόνι Μπλερ.


(Visited 43 times, 1 visits today)

Read more:
original2
Commander Arian: Γυναίκες, Ζωή, Ελευθερία!

«Jinê, Jiyana Azadiyê (μτφ από Κουρδικά: Γυναίκες, Ζωή, Ελευθερία!)» σηκώθηκε και φώναξε επανειλημμένα το κοινό στην κατάμεστη αίθουσα του Ευρωπαϊκού...

Close