Τι έκαμες γιε μ’ και σ’ έδεσαν; | Άρθρο του Στ. Κούλογλου στο tvxs.gr

Permalink

Ο Αλέκος Γρίμπας, ένας εξαιρετικός άνθρωπος και από τις ιστορικές  φιγούρες της Αριστεράς στη Θεσσαλονίκη, έγραψε πρόσφατα ένα βιβλίο που αξίζει να διαβαστεί. Δικηγόρος στο επάγγελμα αλλά με χιούμορ και λογοτεχνικό ταλέντο, κρυμμένο σαν νάταν και αυτό στην παρανομία, στο «Αναμνήσεις, 65 χρόνια Αριστερά» (Εκδόσεις Νησίδες), μας μεταφέρει σπάνιες εικόνες της μεταπολεμικής Θεσσαλονίκης, τότε που μικρό παιδί, ορφανός από πατέρα που είχαν εκτελέσει οι Γερμανοί, παλεύει να επιβιώσει με δουλειές του ποδαριού, όπως  αβανταδόρος σε παπατζή και τομπολατζή.

Αργότερα φοιτητής της Νομικής και στέλεχος της Νεολαίας Λαμπράκη, εκλέγεται με την παράταξη της Αριστεράς δημοτικός σύμβουλος, είναι ο νεότερος δημοτικός σύμβουλος Θεσσαλονίκης πριν τη δικτατορία. Με την κήρυξη της τελευταίας συλλαμβάνεται και εξορίζεται στα ξερονήσια. Επέλεξα ένα σχετικό απόσπασμα του θαυμάσιου βιβλίου, που αποτελείται από μικρές ιστορίες, κάτι σαν αυτοτελή, μικρά αλλά χορταστικά διηγήματα.  Μέρες που είναι, για να ξέρουν και οι νεότεροι τι σημαίνει χούντα και να καταλάβουν γιατί, -με αφορμή την επέτειο του Πολυτεχνείου και αυτή την επιμονή να γιορταστεί- δεν πρέπει να ξεχάσουμε.

..Eικόνες του γραφείου του τρίτου ορόφου του κτηρίου της εθνικής Ασφάλειας, που συνέχιζε να ασκεί το λειτούργημα της  με  διεύθυνση την πλατεία Δημοκρατίας
Θυμάμαι ο κύριος ανθυπασπιστής Καραμήτρος ,ήταν τότε ο απόλυτος άρχοντας του χειρουργείου ,εξουσία που σχεδόν μόνο σ΄ αυτόν είχε δώσει η χούντα. Με υποδέχτηκε με χαμόγελο ικανοποίησης.

-Εδώ θα καλοπεράσεις Αλεκάκι αν δεν έχεις βάλει μυαλό, έχουμε ράμματα για την γούνα σου

Δίπλα του  στεκόταν ο χοντρός Γουρλομάτης, ο χαφιές, που όπως το παραδέχονται, όλοι όσοι πέρασαν από το ναό της Εθνικοφροσύνης, έχει  πολύ  βαρύ χέρι, αυτό το επιβεβαιώνω και εγώ. Στη γωνιά του μεγάλου γραφείου στεκόταν η νεκροκεφαλή (κατά κόσμον Οικονόμου)’έτσι τον βαφτίσαμε, όταν μας παρακολουθούσε ΄΄εμφανώς΄΄ και μέσα στο Πανεπιστήμιο,  με τα χέρι σταυρωμένα  που η έκφρασή του πρόδινε απόλυτη υπακοή, ήταν ο καλός της παράστασης.

Η ιδεολογική συζήτηση με τον κύριο Ανθυπασπιστή, τον εκπρόσωπο της εθνοσωτήριας χούντας, στο χειρουργεία, έτσι  την αποκαλούσαν την Εθνική Ασφάλειας, εξελίχθηκε ,ή μάλλον  άρχισε και τελείωσε με μονόλογο στολισμένο με λέξεις της εποχής και του  χώρου, όπως   τσογλάνι, μπάσταρδε  τώρα θα σε γα…..,με  διακοπή ολίγον στιγμών από την επέμβαση του χαφιέ  Γουρλομάτη με το πολύ βαρύ χέρι.

Η συνεδρίαση τελείωσε με το  κατευόδιο του κυρίου Ανθυπασπιστή:

-Αφού δεν υπογράφεις τσογλάνι θα πας την Γυάρο  και εκεί θα ψοφήσεις.

Διατάχθηκε η μετακόμισή μου στον επάνω όροφο, όπως έκραξε με θυμό ο κύριος Ανθυπασπιστής στη νεκροκεφαλή που υπάκουσε με δουλικότητα. Ανεβαίνοντας τις σκάλες η νεκροκεφαλή άλλαξε ρόλο, Άρχισε να με στολίζει με επιθετικούς προσδιορισμούς και με συμβουλές που ακολουθούσαν απειλές, εγώ έκανα πως δεν τις άκουγα, άλλωστε τι νόημα θα είχαν οι απαντήσεις. Σκεφτόμουνα ανεβαίνοντας τις σκάλες χωρίς να ακούω σχεδόν την νεκροκεφαλή. Φτηνά την γλίτωσα με λιγοστές σφαλιάρες, ο Γουρλομάτης δεν θα είχε όρεξη,

Η νεκροκεφαλή αστυνομικός καριέρας, είχε ανήλθε στην ιεραρχία του σώματος στο βαθμό του  υπενωματάρχη και είχε την αξίωση  να τον αποκαλούν, κύριο Οικονόμου, άνοιξε την πόρτα του κρατητηρίου με φανερή ικανοποίηση, ίσως γιατί συνέβαλε στην σύλληψη ενός   κομουνιστή επικίνδυνου για την δημοσία ασφάλεια, όπως άλλωστε το ίδιο ακριβώς βεβαιώνει  και η επιτροπή δημοσίας ασφάλειας  στην απόφαση που διέταξε την διαμονή μου στο  νησί του Αιγαίου Γυάρο, δημοσία δαπάνη

Με το άνοιγμα της πόρτας του κρατητηρίου ακολούθησε ο αποχαιρετισμός:

-Άντε  ψοφά τώρα τσογλάνι να βάλεις μυαλό και για παύση ο κρότος των κλειδιών της σιδερένιας πόρτας

Όπως είναι φυσικό άρχισα μετά το κλείσιμο της πόρτας να ερευνώ το περιβάλλον καθισμένος στο πάτωμα με την πλάτη στο τοίχο, χωρίς κορδόνια στα παπούτσια και δίχως ζώνη στο παντελόνι, σε ερώτησή μου η νεκροκεφαλή μου έδωσε την απάντηση, λαμβάνεται λέει πρόνοια για να μη αυτοκτονήσω, είναι γενικός κανόνας που εφαρμόζεται επί των εισερχομένων, εγώ βέβαια το γνώριζα από παλιά επίσκεψη.

Σε λίγο άρχισα να  κάνω βόλτες στο τσιμεντένιο πάτωμα., στη σκέψη μου ήρθε η ιστορία  εκείνο του φυλακισμένου που είχα διαβάσει, δεν θυμάμαι πότε και πού, πως στην απομόνωσή του είχε παράνομα προμηθευτεί μια χούφτα καρφίτσες που κάθε πρωί τις σκόρπαγε στο κελί και όλη την μέρα προσπαθούσε να τις μαζέψει    για να έχει απασχόληση και  να μη τρελαθεί. Στην απομόνωση πρέπει να ασχολείσαι,  μου είχε πει  κάποιος με πείρα, άλλωστε η απομόνωση αυτό έχει σκοπό και αυτό επιθυμούν οι υγιώς σκεπτόμενοι εθνικόφρονες, να σε τρελάνουν.

Πέρασε αρκετή ώρα όταν άρχισα και εγώ να μετρώ με τις πατημασιές το βάθος και το πλάτος του κελιού. Έβαζα το τακούνι του ενός ποδιού στη μύτη του παπουτσιού του άλλου ποδιού και προχωρούσα, αρχίζοντας από την πόρτα και τελειώνοντας στον απέναντι τοίχο αριθμώντας  φωναχτά. Θυμάμαι το αποτέλεσμα  12 και κάτι βάθος και 6 πλάτος είχε το οίκημα.

..Τέλος ήρθε και η εντολή για την μεταφορά μου στο τμήμα των μεταγωγών.. Μου φόρεσαν τις χειροπέδες  και την μεταγωγή την ανέλαβε και πάλι η νεκροκεφαλή. Ξεκινήσαμε με αργό βήμα σχεδόν  και αγκαζέ με τον  συνοδό., και στο κατέβασμα της μεγάλης απότομης σκάλας  είδα την Κυρα Νίκη ,την μάνα μου, με το δίχτυ στο χέρι και το κατσαρολάκι με το φαγητό   να έχει ανεβεί  πέντε δέκα σκαλιά,  στάθηκε με ολάνοιχτα  τα μάτια,  προχώρησε δύο τρία σκαλιά δεν άντεξαν τα πόδια της  και γονάτισε, όταν την πλησίασα  είπε με φωνή που αντηχεί στα αφτιά μου τα σκοτεινά βράδια και τις μελαγχολικές στιγμές: «τι έκαμες γιε μ’ και σ έδεσαν;»

Έσκυψα  να την αγκαλιάσω και ένιωσα  την απαγόρευση που πρόσταζαν οι χειροπέδες  την φίλησα και τις είπα «κουράγιο μάνα»,  και μετά στιγμές σιωπής, μιας σιωπής που τα έλεγε όλα, ίσως να δάκρυσα. Για πάντα όμως τι και αν έχει περάσει μισός αιώνας βλέπω άλλοτε  στον ύπνο μου και άλλοτε στις στιγμές μελαγχολίας το γονάτισμα της μάνας μου στην απότομη σκάλα την πλατιά  το δάκρυ που κύλησε στο χλωμό της πρόσωπο, και την εικόνα των στιγμών της σιωπής ,συνέχισα το κατέβασμα σχεδόν τρικλίζοντας  .

Στο μεταγωγών, σ’  ένα πανάθλιο κτήριο, με καλωσόρισαν δύο σύντροφοι και τρεις ποινικοί κρατούμενοι. Το πρόσωπό μου πρόδιδε την στενοχώρια μου, οι σύντροφοι νόμισαν ότι  η εικόνα μου έχει  αιτία την σύλληψη μου, είπαν λόγια που σχεδόν δε τα άκουγα, χωρίς μιλιά έμεινα επί ώρα, η εικόνα το δάκρυ που κυλούσε στο χλωμό πρόσωπο της μάνας μου ήταν συνέχεια μπροστά μου.

Στρώσαμε  τις πετσέτες στο πάτωμα, και οι έξι της συντροφιάς, το τραπέζι   στο μεταγωγών είναι πολυτέλεια Στην φυλακή πολιτικοί και ποινικοί κρατούμενοι συνήθως μοιράζονται τα υπάρχοντα τους.

Τη άλλη μέρα ήρθε το στρατιωτικό αυτοκίνητο να μας μεταφέρει πάρκαρε, στην είσοδο και με τις βαλίτσες στο  χέρι, και εγώ  φορώντας το καλό μου μπουφάν  είμαι έτοιμος για επιβίβαση, ξάφνου εμφανίζεται ο Θανάσης Διαλυνάς, δικηγόρος γνωστός μαχητικός Εθνικόφρων και μετέπειτα υπερασπιστής συνήγορος του Δικτάτορα Παπαδόπουλου στο κακουργιοδικείο. Ήταν και αυτός μέλος του Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου Θεσσαλονίκης, που πάντα πλήρωνε τον καφέ μου γιατί τον ενημέρωνα για το περιεχόμενο των  φακέλων της ημερήσιας διάταξης, επειδή ποτέ δεν ήταν διαβασμένος, σε αντίθεση με εμένα που ξεσκόνιζα όλα τα έγγραφα αφού ήταν καθήκον και εντολή του κόμματος.

Ο Θανάσης χαρακτηριζότανε  για της  επιτυχημένες βρισιές που τις  απηύθυνε αδιάκριτα παντού, δικαστήρια συναδέλφους, φίλους,  πελάτες πανταχού. Την ικανότητά του αυτή την επέδειξε, όταν με είδε στο σκαλί του αυτοκινήτου, και σε  εμένα. Το τι άκουσα δεν γράφεται . Σταμάτησε την φόρτωση των  τριών επικίνδυνων κομουνιστών λέγοντας στον επικεφαλής αστυνομικό.

-Περίμενε  ρε,  θα κάνω ένα τηλέφωνο και επιστρέφω

Μπήκε στο κτήριο και γύρισε σχετικά γρήγορα, από την πόρτα απευθύνθηκε σε εμένα με ύφος προσταγής:
– Δεν θα πας εσύ ρε μπάσταρδε, πάμε μέσα να υπογράψεις ένα χαρτί και να πας στο σπίτι σου.

Δεν ξέρω που βρήκα την διάθεση για  χιούμορ και του απάντησα.

-Έτοιμο ταξίδι ρε Θανάση με την βαλίτσα στο χέρι, πως να το χαλάσουμε, αν ήταν να υπογράψω Θανάση μου θα υπόγραφα  και στον Καραμήτρο.

Ακολούθησε καταιγισμός επιθέτων με  ευρηματικότητα, όταν τελείωσε το τροπάριο των βρισιών και συμβουλών, έβγαλε από την μεγάλη τσάντα που κρατούσε και μου έδωσε ένα κουτί με πούρα.

Έβαλα το κουτί στη βαλίτσα και με ταξίδι χωρίς χειροπέδες φτάσαμε στο μεταγωγών Πειραιώς. Το άλλο πρωί βρεθήκαμε στο κατάστρωμα του πλοίου της γραμμής με συνοδεία  χωροφυλάκων που έκανε γνωστό στους επιβάτες τον σκοπό του ταξιδιού μας.

Από νωρίς έβγαλα το κουτί με τα πούρα και το περιεργαζόμουν καθισμένος σε  κάθισμα του καταστρώματος του καραβιού, όταν ο σύντροφος ο Καραγιάννης πρότεινε να  καπνίσουμε. Άνοιξα το κουτί και πρόσφερα με αρχοντική ευγένεια στους συντρόφους πούρα, Τα γέλια που ακολούθησαν  και η εικόνα των καπνιστών έπεσε στην αντίληψη των παρευρισκόμενων. Τότε μια γριούλα ήρθε κοντά, μας  περιεργάστηκες και είπε:

– Αμ και τσ’ πλούσιους τους παν εξορία.

Το Καΐκι του Μπόμπολα από την  Σύρο, μας ξεφόρτωσε στο Νησί το καταραμένο.

Η φωτογραφία είναι από την παράσταση «Μάνα Κουράγιο»(1971) με την Κατίνα Παξινού

(Visited 11 times, 1 visits today)

Read more:
Τύχη...
Τύχη…

Σκίτσο του Γιάννη Δερμεντζόγλου

Close