Όταν πριν από 6 εβδομάδες πέθανε ο Ρόμπερτ Φισκ, τα ελληνικά ΜΜΕ πλακώθηκαν στα αφιερώματα. «Πέθανε σε ηλικία 74 ετών ο σπουδαίος ξένος ανταποκριτής», έγραφαν παραδείγματος χάριν τα Νέα.
Αυτός ο κορυφαίος δημοσιογράφος ήταν πολύ κριτικός για τα κατεστημένα Μέσα Ενημέρωσης. «Νομίζω πως τα ρεπορτάζ μας γίνονται φονικά, είναι φονικά εδώ και καιρό. Νομίζω πως ένα από τα προβλήματα είναι πως οι εφημερίδες εξυπηρετούν πολιτικές, τόσο ικετευτικά, τόσο πρόθυμα», μου έλεγε σε μια συνάντηση στη Βηρυτό. «Έχουμε δύναμη, την οποία έχουμε σπαταλήσει στα λάθη και την εγκληματική αδιαφορία για τα ψέματα των ηγετών μας».
Ο Φισκ αναφερόταν στα μεγάλα ψέματα, αυτά που πλασαρίστηκαν από τους New York Times, για παράδειγμα, με τον πόλεμο στο Ιράκ. Δεν θα μπορούσε να φανταστεί ότι στην Ελλάδα παραβιάζεται βάναυσα, και στο σύνολο του, το πιστεύω που θα έπρεπε να έχουν τα μέσα ενημέρωσης: «η είδηση είναι ιερή, το σχόλιο ελεύθερο». Στην Ελλάδα όχι μόνο δεν είναι σεβαστή η είδηση και το ρεπορτάζ, αλλά δεν είναι ανεκτό ούτε το σχόλιο.
Σε οποιαδήποτε σοβαρή εφημερίδα του πλανήτη, η αντίθετη άποψη από την επίσημη της εφημερίδας γίνεται ανεκτή, αν δεν ενθαρρύνεται κιόλας. Οι εφημερίδες συχνά κάνουν την αυτοκριτική τους, την έκαναν οι New York Times για την εισβολή στο Ιράκ. Πρόσφατα ένας μεγάλος όμιλος ΜΜΕ της Νέας Ζηλανδίας ζήτησε δημόσια συγνώμη για τον τρόπο που είχε αντιμετωπίσει τους ιθαγενείς Μάορι. Εδώ τα «Νέα» λογόκριναν την Έλενα Ακρίτα γιατί ήθελε απλώς να γράψει την άποψη της για την υπόθεση της «βίλας Τσίπρα» και τη μετατροπή της δημοσιογραφίας σε κτηματομεσιτικό, στημένο «ρεπορτάζ».
Σε οποιαδήποτε σοβαρό μέσο ενημέρωσης της Δυτικής Ευρώπης, η λογοκρισία μίας επώνυμης αρθρογράφου θα οδηγούσε σε απεργία των συντακτών της εφημερίδας καθώς και σε αντίστοιχες κινήσεις του δημοσιογραφικού συνδικάτου. Η ΕΣΗΕΑ, που αυτή την εβδομάδα έκανε-δικαιολογημένα- απεργία για την περικοπή των θέσεων εργασίας στα κανάλια με τον νέο «νόμο Πέτσα» έβγαλε την εξής ανακοίνωση: «To Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΣΗΕΑ εκφράζει την συμπαράστασή του στην Έλενα Ακρίτα, η οποία είδε έπειτα από 20 χρόνια να “κόβεται” το άρθρο της στην εφημερίδα “ΤΑ ΝΕΑ”. Η ΕΣΗΕΑ ζητεί από την διεύθυνση της εφημερίδας να διασφαλίσει την ελευθερία της έκφρασης». Πιο αγωνιστικά πεθαίνεις.
Δεν έχει γίνει ποτέ στην Ελλάδα απεργία για τις αναρίθμητες λογοκρισίες. Για αυτό και περνάνε. Η ΕΣΗΕΑ ήταν από την ίδρυση της, και βασικά παρέμεινε, μια συντεχνία, που ενδιαφερόταν πρωτίστως για τα μεροκάματα και τα ωράρια,. Πράγματα απαραίτητα αλλά δεν αρκούν για ένα επάγγελμα που είναι συγχρόνως και λειτούργημα και μόνο έτσι μπορεί να κερδίσει την υποστήριξη των αναγνωστών.
Στην πρώτη συνέντευξη τύπου της χούντας, την επομένη του πραξικοπήματος της 21ης Απριλίου, οι ξένοι ανταποκριτές υπέβαλλαν σκληρές ερωτήσεις: ρωτούσαν γιατί έγινε το πραξικόπημα, που βρίσκονταν οι πολιτικοί ηγέτες που είχαν συλληφθεί, πόσο θα κρατούσε η αναστολή των άρθρων του Συντάγματος. Η μοναδική ερώτηση από τον εκπρόσωπο των Ελλήνων πολιτικών συντακτών, ήταν αν θα αλλάξει το ωράριο των πρωινών και απογευματινών εφημερίδων (οι τελευταίες κυκλοφορούσαν μετά το μεσημέρι, με αποτέλεσμα οι συντάκτες να ξαγρυπνούν μέχρι το πρωί). Πως να κερδίσεις μετά τον σεβασμό της ελληνικής κοινής γνώμης ή, ακόμη, και των δικτατόρων, όταν σε έχουν στο τσεπάκι;
Μέχρι και τη δεκαετία του 1980, η ελληνική δημοσιογραφική συντεχνία αντιδρούσε ακόμη και στη δημιουργία Πανεπιστημιακής Δημοσιογραφικής Σχολής. Για αυτό οι περισσότεροι συντάκτες δεν διδάχθηκαν ούτε πέρασαν στις επόμενες γενιές, βασικές αρχές της δημοσιογραφίας, τους πέντε κανόνες κάθε ρεπορτάζ: που, πως, ποιος, πότε, γιατί. Ήταν μια δημοσιογραφία στο περίπου, του τύπου «μου είπαν οι γείτονες του Τσίπρα ότι τα σπίτια στην περιοχή νοικιάζονται πιο ακριβά». Ποιοι γείτονες, πόσο ακριβά, γιατί το είπαν (μήπως είναι πολιτικοί αντίπαλοι;) τι λέει ο «στόχος» του ρεπορτάζ( άλλη μια αρχή που δεν τηρείται) τίποτα δεν πέρασε από το μυαλό του συντάκτη, γιατί άλλες είναι οι επιδιώξεις του άρθρου.
Η ιστορία της μεταπολεμικής ελληνικής δημοσιογραφίας είναι μια ιστορία εξάρτησης από την πολιτική εξουσία. Με την παρούσα κυβέρνηση Μητσοτάκη, που ανταγωνίζεται τον Βίκτορ Ορμπαν, τον Ούγγρο ακροδεξιό ομόλογο του, στη χειραγώγηση και την προπαγάνδα, η κατάσταση έχει ξεφύγει εντελώς. Η μοναδική απάντηση στα συνεχή ψεύδη και τη χειραγώγηση της κοινής γνώμης είναι η στήριξη των ανεξάρτητων μέσων ενημέρωσης, και των site όπως του Tvxs, από τη βοήθεια και τις συνδρομές των αναγνωστών του. Αυτή είναι η λύση στις χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης που αντιμετωπίζουν παρόμοιο πρόβλημα με την Ελλάδα.
Η Έλενα Ακρίτα είχε το θάρρος να μη δεχθεί τη λογοκρισία, να την καταγγείλει ανοικτά και να παραιτηθεί. Κράτησε την αξιοπρέπεια της και αυτό στις μέρες μας γίνεται όλο και πιο σημαντικό. Και συγχρόνως πήγε κόντρα σε αυτό που περιέγραφε για πολλούς δημοσιογράφους ο Ρόμπερτ Φισκ:«Θέλουν να είναι με την εξουσία και την κυβέρνηση».
ΥΓ Αλλά τη δημοσιογραφία του περίπου δεν την απέφυγε, δυστυχώς, γράφοντας ότι αρνήθηκε τη θέση του ευρωβουλευτή «και τα 25.000 ευρώ το μήνα». Το ποσό αυτό αφορά τον προϋπολογισμό κάθε βουλευτή για τους συνεργάτες τους, τα οικογενειακά επιδόματα και τα μηνιαία έξοδα των ταξιδιών τους στο Στρασβούργο. Τα μπέρδεψε με τον μισθό του ευρωβουλευτή, που είναι τέσσερις φορές μικρότερος. Περίπου.