Στις αρχές της εβδομάδας το Μέγαρο Μαξίμου βρέθηκε σε εξαιρετικά δύσκολη θέση. Όχι μόνο σύσσωμος ο καλλιτεχνικός κόσμος αλλά ακόμη και βουλευτές του κόμματος του ζητούσαν την παραίτηση της κυρίας Μενδώνη.
Ο κ. Μητσοτάκης δεν ήθελε να τη θυσιάσει, τουλάχιστον προς το παρόν. Η παραίτηση της θα εκλαμβανόταν ως πολιτική ήττα της κυβέρνησης, ακόμη και αν η υπουργός Πολιτισμού δεχόταν να φύγει αδιαμαρτύρητα. Χωρίς δηλαδή να δηλώσει δημοσίως ή να διαρρεύσει, όπως έκανε με τη συνέντευξη τύπου, ότι η επιλογή Λιγνάδη ήταν του πρωθυπουργού.
Η λύση που απέμενε στον κ. Μητσοτάκη ήταν να κομματικοποιήσει στο έπακρο την όλη υπόθεση. Ήδη από την Δευτέρα το πρωί, οι βουλευτές της ΝΔ που θα εμφανίζονταν στα ΜΜΕ, είχαν την οδηγία να κινηθούν στη λογική της μετωπικής αντιπαράθεσης με τον ΣΥΡΙΖΑ: ότι είχε συγκαλύψει περιστατικό σεξουαλικής παρενόχλησης στην πρεσβεία της Βενεζουέλας και ότι με την αλλαγή του Ποινικού Κώδικα είχε ελαφρύνει τις ποινές για τους βιαστές.
Τα επιχειρήματα δεν έστεκαν σε καμία σοβαρή σύγκριση με τους βιασμούς και την απόπειρα συγκάλυψης της υπόθεσης Λιγνάδη, ήταν όμως αρκετά για την εμφανίσουν ως ένα κλασικό κομματικό κλοτσοσκούφι ΝΔ- ΣΥΡΙΖΑ. Oι αναρτήσεις από το συριζαϊκό στρατόπεδο που τον ενέπλεκαν αβάσιμα σε κυκλώματα παιδεραστίας, έδωσαν στον κ. Μητσοτάκη την ευκαιρία να παρουσιαστεί ως θιγόμενος και θύμα κακόβουλων σχολίων στο διαδίκτυο.
Τότε αποφασίστηκε και η συζήτηση στη Βουλή, με θέμα υποτίθεται το επίπεδο της δημόσιας ζωής. Στην πραγματικότητα με αυτή την κίνηση ο πρωθυπουργός ήθελε να στοιχίσει το δικό του στρατόπεδο, ώστε να σταματήσουν οι όποιες διαφορετικές δημόσιες προτάσεις για το μέλλον της κυρίας Μενδώνη. Ήθελε επίσης να στρέψει τη συζήτηση στην κοινοβουλευτική αντιπαράθεση και να τροφοδοτήσει με επιχειρήματα τα φιλικά ΜΜΕ, από τα οποία άλλα έμοιαζαν αμήχανα και άλλα έτοιμα να υιοθετήσουν αντικυβερνητικές κριτικές.
Παράλληλα, ξέροντας ότι κινδύνευε να βρεθεί μόνος εναντίον όλων των άλλων πολιτικών αρχηγών, φρόντισε στην ομιλία του να επιμείνει στην τακτική κλοτσοσκούφι, αποδίδοντας τον Α. Τσίπρα όλες τις κατηγορίες που μπορούσε να εφεύρει κανείς. Οι υπόλοιποι πολιτικοί αρχηγοί, από τη Φ. Γεννηματά μέχρι τον Γ. Βαρουφάκη, «τσίμπησαν » το δόλωμα ή δεν μπορούσαν να κάνουν διαφορετικά: τα έβαλαν με τον δικομματισμό, αποδίδοντας ευθύνες και στον ΣΥΡΙΖΑ σε μια υπόθεση για την οποία αποκλειστικά υπεύθυνη ήταν η κυβέρνηση.
Βεβαίως ο κ. Μητσοτάκης εξακολουθεί να παραμένει σοβαρά εκτεθειμένος για την προσπάθεια συγκάλυψης της υπόθεσης και δεν έδωσε καμία εξήγηση για την επιλογή Λιγνάδη και την παραμονή Μενδώνη. Όλος ο καλλιτεχνικός κόσμος αλλά και η κοινή γνώμη στρέφεται εναντίον του και το #metoo αρχίζει να κοστίζει πολιτικά, παρά την άγαρμπη προσπάθεια να το εμφανίσει σαν προϊόν του κλίματος που δημιούργησε η κυβέρνηση.
Αλλά αυτά τα προβλήματα τα είχε και τη Δευτέρα. Κηρύσσοντας τον πόλεμο στον ΣΥΡΙΖΑ, κατάφερε να τα κρύψει, προσωρινά, πίσω από τους καπνούς της μάχης. Την τακτική η καλύτερη άμυνα είναι η επίθεση, επέλεξαν από την πλευρά τους και οι Λιγνάδης- Κούγιας. Εκτιμήθηκε προφανώς ότι όσα θύματα ήταν να μιλήσουν μίλησαν ήδη. Και όσοι το σκέφτονταν τώρα θα αποθαρρυνθούν, καθώς θα παρουσιαστούν ως μέρος μιας συνωμοσίας της αριστεράς, επειδή όπως είπε κ. Λιγνάδης, τον εμπλεξαν γιατί δεν έκανε «αριστερές επιλογές».
Το συμπέρασμα είναι ότι τόσο ο εντοπισμός των κυβερνητικών ευθυνών στην υπόθεση Λιγνάδη όσο και η αποκάλυψη των εγκλημάτων -και κυκλωμάτων- παιδεραστίας δεν θα είναι εύκολη υπόθεση. Η αντιπολίτευση δεν θα πρέπει να (ξανα) παίξει στο κλοτσοσκούφι Μητσοτάκη και θα πρέπει να δώσει τον πρώτο λόγο στο κίνημα των καλλιτεχνών και των απλών πολιτών.
Άρθρο του Στ. Κούλογλου στο tvxs.gr