Η κυβέρνηση Μητσοτάκη δεν είναι μια συνηθισμένη κυβέρνηση της δεξιάς. Έχει σχέδιο, είναι πιο ευέλικτη από προηγούμενες, έχει την πλήρη και σχεδόν ομόφωνη υποστήριξη της ελληνικής άρχουσας τάξης. Και έχει αποστολή.
Φυσικά δεν έχει στόχο να μεταρρυθμίσει την ελληνική κοινωνία. Η διάλυση όλων των εργασιακών σχέσεων με το νομοσχέδιο Χατζηδάκη και η ιδιωτικοποίηση των κρίσιμων κοινωνικών τομέων, από την εκπαίδευση μέχρι ακόμη και την υγεία, παρά τα διδάγματα της πανδημίας, δεν συνιστούν βήματα ευρωπαϊκού εκσυγχρονισμού της χώρας. Όσα συζητούνται αυτό τον καιρό στις Βρυξέλλες ή την Ουάσιγκτον, από τον κοινό κατώτατο μισθό και την επαναξιολόγηση του δημόσιου τομέα μέχρι τη φορολόγηση των πολυεθνικών και των πλουτοκρατών, βρίσκονται στους αντίποδες της πολιτικής της ελληνικής κυβέρνησης.
Το σχέδιο είναι η κατασκευή μιας οικονομίας με χαμηλόμισθους εργαζόμενους, χωρίς δικαιώματα, η οποία θα στηρίζεται βασικά στις υπηρεσίες. Σε όσα σχέδια έχουν δοθεί στη δημοσιότητα για την αξιοποίηση των κονδυλίων από το Ταμείο Ανάκαμψης, δεν διαφαίνεται πρόθεση αναδιοργάνωσης του αγροτικού τομέα ή της βιομηχανίας, στήριξης των νέων ή των γυναικών, που είναι ιδιαίτερα εκτεθειμένες από την ψηφιοποίηση της οικονομίας και την εισαγωγή συστημάτων τεχνητής νοημοσύνης. Οι ιδιωτικές επενδύσεις, θα στηρίζονται βασικά στο δημόσιο χρήμα. «Οι ιδιώτες επενδυτές θα είναι υποχρεωμένοι να διαθέτουν το 20% των κεφαλαίων, οι τράπεζες, εγχώριες, ευρωπαϊκές ή διεθνείς, θα προσθέτουν άλλο 30% και το υπουργείο Οικονομικών το υπόλοιπο 50% με σχεδόν μηδενικά επιτόκια», περιέγραφε το Βήμα το «επενδυτικό Big Bank ».
Σε αυτό το σχέδιο ανασυγκρότησης, δεν έχουν θέση οι μεταπολιτευτικές κοινωνικές ευαισθησίες. Η άρχουσα τάξη, θέλει να γυρίσει σελίδα. «Το εργασιακό μπορεί να ιδωθεί σαν ένα μεγάλο στοίχημα για την κυβέρνηση…είναι το πρώτο νομοσχέδιο στο οποίο διαφαίνεται η προοπτική να ανοίξει ο κύκλος των μεγάλων μεταρρυθμίσεων στην χώρα. Οι μεταβολές που φέρνει στην καθημερινότητα εργαζομένων και εργοδοτών δύνανται να χαρακτηριστούν ως αλλαγές υποδείγματος και νοοτροπίας », έγραφαν στο κύριο άρθρο τους τα «Νέα».
Δεν πρόκειται απλά για τη συρρίκνωση των εργασιακών δικαιωμάτων. «Σε συνέχεια του εργασιακού, εντός των προσεχών εβδομάδων και έως τα τέλη του Ιουλίου η κυβέρνηση αναμένεται να προωθήσει στη Βουλή και τα νομοσχέδια για τις αλλαγές στην επικουρική ασφάλιση και την αξιολόγηση των σχολικών μονάδων και τις αλλαγές στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Ο προγραμματισμός εντάσσεται στην προσπάθεια επιτάχυνσης πολιτικά δύσκολων μεταρρυθμίσεων, αλλά και στη διαμόρφωση ενός πολιτικού περιβάλλοντος, με στόχο την ανατροπή παγιωμένων αντιλήψεων και στερεοτύπων».
Δημοσιογράφοι που πρόσκεινται στη ΝΔ γράφουν κατά καιρούς ότι στον Α. Τσίπρα αρέσει η φράση του Μάο Τσε Τουνγκ « μεγάλη αναταραχή, θαυμάσια κατάσταση». Στην πραγματικότητα είναι η πολιτική Μητσοτάκη που επιδιώκει να επωφεληθεί από τη συνεχή αναταραχή που δημιουργεί.
Αν ο κ. Βορίδης με τη διαβόητη ρήση του (θεσμικές αλλαγές για να μην ξαναέρθει η αριστερά στην εξουσία) και κυρίως με το παρελθόν του συμβολίζει τη ρήξη με το δημοκρατικό πνεύμα της μεταπολίτευσης, η «λίστα Πέτσα» είναι κάτι παραπάνω από δωροδοκία των φιλικών ΜΜΕ: υποδεικνύει τα κριτήρια με τα οποία θα μοιραστούν τα κονδύλια του επενδυτικού Big Bang: όποιος δεν είναι μαζί μας είναι εναντίον μας. «Είναι εντυπωσιακό δε το γεγονός ότι τόσο οι ελληνικές τράπεζες όσο και ευρωπαϊκοί χρηματοδοτικοί μηχανισμοί όπως η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων και η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης καλούν ήδη ιδιώτες επενδυτές και αξιολογούν επενδυτικά σχέδια και προγράμματα», μας πληροφορούσε το « Βήμα»
Πρόκειται για ένα κυβερνητικό σχήμα που όχι μόνο χρησιμοποιεί τα φιλικά ΜΜΕ για να καλύψει τις συνεχείς παλινωδίες, τις γκάφες και τις κακές ειδήσεις ( πχ η πρόσφατη ανατροπή στην υπόθεση Novartis με τη δίωξη Αγγελή αποσιωπήθηκε πλήρως) αλλά μελετά συστηματικά την κοινή γνώμη, ξέρει να ελίσσεται και να προσαρμόζεται. Όταν η κυβέρνηση κατάλαβε ότι χάνει τη νεολαία, τα ΜΑΤ σταμάτησαν να βαράνε στις πλατείες και ο Μητσοτάκης άρχισε να εξαγγέλλει ποδηλατόδρομους και πράσινα νησιά. Ακόμη και αυτό που φαινόταν σαν αχίλλειος πτέρνα της, η πρωθυπουργική αλαζονεία όπως εκφράστηκε με την παραβίαση των περιοριστικών κανόνων λόγω πανδημίας, διορθώθηκε με μισές συγνώμες και παραδοχή στιγμών «ανεμελιάς».
Η αριστερά πρέπει να συνειδητοποιήσει ότι βρίσκεται απέναντι σε έναν δύσκολο και καλά οργανωμένο αντίπαλο. Η αντιμετώπιση του απαιτεί συνειδητοποίηση ότι το 2015 ήταν μοναδικό. Και κυρίως συμμαχίες, ξεπέρασμα του ερασιτεχνισμού και στρατηγική, την οποία δύο χρόνια μετά την ήττα του ’19 δεν έχει ακόμη επεξεργαστεί.
Άρθρο του Στ. Κούλογλου στο tvxs.gr