Ο πόλεμος της Γιουγκοσλαβίας ξεκίνησε ακριβώς 30 χρόνια πριν, στα τέλη Ιουνίου του 1991. Αλλά το εναρκτήριο λάκτισμα της τραγωδίας είχε δοθεί ένα χρόνο πριν, στο ποδόσφαιρο: σε έναν αγώνα της -ενιαίας τότε- Εθνικής Γιουγκοσλαβίας στο Ζάγκρεμπ, οι θεατές είχαν γιουχάρει τον εθνικό ύμνο της χώρας.
Το εθνικό σκάνδαλο που ακολούθησε για το περιστατικό, ήταν το αποκορύφωμα των φραστικών εθνικιστικών αντιπαραθέσεων, πριν αναλάβουν τα όπλα να «διευθετήσουν» το πρόβλημα. Την εθνικιστική υστερία είχε ξεκινήσει χρόνια πριν, ο Σέρβος ηγέτης Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς, τη σκυτάλη πήραν οι Κροάτες και σε μικρότερο βαθμό οι Βόσνιοι. Σε αυτόν τον αδελφοκτόνο πόλεμο που κατέστρεψε τη μεγάλη αυτή χώρα (σε πολλούς τομείς η Γιουγκοσλαβία του Τίτο ξεπερνούσε την Ελλάδα), που στοίχισε τη ζωή σε 140.000 ανθρώπους, προκάλεσε 2,4 εκατ πρόσφυγες και αλλά 2 εκατ ξεριζωμένους πρόσφυγες μέσα στη Γιουγκοσλαβία, συμμετείχε εμμέσως και η Ελλάδα.
Ρόλο καταλύτη στην ντροπιαστική αυτή εθνική συμμετοχή, έπαιξε το Μακεδονικό πρόβλημα, με την προσπάθεια του τότε υπουργού Εξωτερικών Αντώνη Σαμαρά να το αξιοποιήσει για να κάνει πολιτική καριέρα, κόντρα στις πιέσεις Ευρωπαίων και Αμερικανών προκειμένου να βρεθεί μια συμβιβαστική λύση με την τότε γιουγκοσλαβική δημοκρατία της Μακεδονίας.
Ο κ. Α. Σαμαράς ξεκίνησε την καριέρα του ως ακραιφνής φιλοαμερικανός. «Στην Ουάσιγκτον τον θεωρούσαν περίπου σαν το δικό μας παιδί» έγραφε ο Γ. Πρετεντέρης στο Βήμα. Μπορεί σήμερα να εμφανίζεται ως τουρκοφάγος που δεν θέλει ούτε κουβέντα με τους «Τούρκους πειρατές», αλλά τότε ο κ. Σαμαράς είχε μιλήσει σε συνέντευξη του για «τουρκική μειονότητα» στη Θράκη, ενώ εμφανιζόταν ως ένθερμος υποστηρικτής της ευρωπαϊκής πορείας της Τουρκίας και της ελληνοτουρκικής συνεργασίας. Στην ίδια συνέντευξη προλάβαινε τον δημοσιογράφο:
«Παρακαλώ να με καταλάβετε, δεν είμαι ενδοτικός. Και δεν συνιστώ κανενός είδους χαλάρωση. Αλλά σας καλώ να μάθουμε να βλέπουμε σε μεγάλη και ανοιχτή προοπτική. Μια ματιά στο χάρτη αρκεί για να δείξει ότι η Ελλάδα είναι ο ομφάλιος λώρος που συνδέει την Τουρκία με τον ευρωπαϊκό πλακούντα. Είναι αυτονόητα κοντόφθαλμη η πολιτική που αντί να εκμεταλλευθεί αυτό το γεγονός, προσπαθεί να μας πείσει με βρυχηθμούς». (*)
Τους εθνικιστικούς βρυθηχμούς ξεκίνησε τελικώς ο ίδιος στο μακεδονικό, αρνούμενος να δεχθεί μια λύση-για το όνομα της γειτονικής χώρας!- που θα περιείχε τη λέξη Μακεδονία και εγκλωβίζοντας τον πρωθυπουργό Κ. Μητσοτάκη, που ήθελε να λύσει το πρόβλημα αλλά φοβόταν την πτώση της κυβέρνησης του.
Στο παιχνίδι μπήκε η αντιπολίτευση και ιδίως η εκκλησία, με αποτέλεσμα μαζικές διαδηλώσεις και έναν χωρίς προηγούμενο εθνικιστικό παροξυσμό που οδήγησε σε απίστευτη σπατάλη διπλωματικών ερεισμάτων και πήγε τη χώρα χρόνια πίσω: αντί να γίνει μέρος της λύσης της βαλκανικής τραγωδίας, η Ελλάδα έγινε μέρος του προβλήματος. «Η πολιτική ηγεσία του τόπου, υπό την πίεση της κοινής γνώμης και του κ. Σαμαρά, υιοθέτησε μια πολιτική αδιέξοδη. Μια πολιτική που ώθησε τα Σκόπια στις αγκάλες της Τουρκίας και της Βουλγαρίας […] και απομόνωσε την Ελλάδα διεθνώς», συνόψιζε τις εξελίξεις ο τότε πρωθυπουργικός σύμβουλος και σήμερα υπουργός Θεόδωρος Σκυλακάκης.
Υπήρχαν όμως και χειρότερα. Μία από τις σκέψεις που άρχισαν να κυκλοφορούν ήταν ο διαμελισμός της γιουγκοσλαβικής δημοκρατίας της Μακεδονίας ανάμεσα στην Ελλάδα και την Σερβία, κίνηση που θα έβαζε την Ελλάδα κατευθείαν στον πόλεμο. Πολιτικοί κύκλοι έκαναν λόγο για εισβολή-«στρατιωτικό περίπατο» στη γειτονική χώρα και ο στραγγαλισμός της από Βορρά και Νότο ονομαζόταν τότε «τανάλια Σαμαρά» από τους οπαδούς του. Η ιδέα αυτή στηριζόταν στις καλές σχέσεις που διατηρούσαν, για διαφορετικούς λόγους, Μητσοτάκης και Σαμαράς με τον Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς, εγκληματία πολέμου και βασικό υπεύθυνο της σφαγής.
Σε κάθε περίπτωση όλο αυτό το κλίμα, παράλληλα με το γεγονός ότι οι Σέρβοι είναι ορθόδοξοι, τον ρόλο της εκκλησίας αλλά και οικονομικά συμφέροντα που έσπρωχναν προς την ίδια κατεύθυνση, οδήγησε σε φρενίτιδα σερβοφιλίας. Ο Μιλόσεβιτς ανακηρύχθηκε σε εθνική φιγούρα, με τα ιδιωτικά κανάλια, που είχαν μόλις εμφανιστεί, να διαγωνίζονται στο πιο υπερασπίζει πιο σθεναρά τους «αδελφούς Σέρβους».
Όσοι υποστηρίζαμε ότι δεν είναι και τόσο ανθρωπιστικό ή χριστιανικό να βομβαρδίζεις αθώους πολίτες, που κάνουν ουρά για ψωμί στην πολιορκία του πολυεθνικού Σεράγεβο, αντιμετωπιζόμαστε σχεδόν ως εθνοπροδότες. Ελάχιστοι τολμούσαν να μιλήσουν. Αυτή η εθνικιστική υστερία αποτέλεσε το πρόσφορο έδαφος για την ανάπτυξη της Χρυσής Αυγής, με κορυφαίο έγκλημα τη συμμετοχή Ελλήνων παραστρατιωτικών στο μεγαλύτερο έγκλημα πολέμου στην Ευρώπη μετά το Β Παγκόσμιο Πόλεμο: τη σφαγή στη Σρεμπρένιτσα.
Χρειάστηκαν 28 χρόνια για να επιλυθεί το μακεδονικό με τη συμφωνία των Πρεσπών. Αλλά στη συντηρητική ελληνική κοινωνία, οι αλλαγές γίνονται με ρυθμό χελώνας και τα ίδια πρόσωπα και οικογένειες παραμένουν απτόητες στο παιχνίδι. Σαν να μη πέρασε μια μέρα, ο κ. Σαμαράς απειλούσε τους τελευταίους μήνες ότι στη Βουλή θα καταψηφίσει τα μνημόνια συνεργασίας που προκύπτουν από τη συμφωνία. Ηταν η «τανάλια Σαμαρά», νούμερο 2.
Η κυβέρνηση του Μητσοτάκη του Β’ αντιμετώπιζε πρόβλημα, πέταγε στη μπάλα στην εξέδρα για καθυστέρηση και τελικώς έκανε ντρίπλα, χρησιμοποιώντας το ίδιο άθλημα με το οποίο ξεκίνησε ο πόλεμος στη Γιουγκοσλαβία. Τριάντα χρόνια μετά από το μεγαλύτερο διπλωματικό φιάσκο της πρόσφατης ελληνικής ιστορίας, η κυβέρνηση χρησιμοποίησε τις φανέλες της ποδοσφαιρικής ομάδας της Βόρειας Μακεδονίας για να αναβάλει την ψήφιση των μνημονίων συνεργασίας μιας συμφωνίας, που όλοι οι διεθνείς παρατηρητές- αλλά και η ίδια η κυβέρνηση, άσχετα αν το πήρε πίσω- χαρακτηρίζουν ιστορική. Ακριβώς επειδή πρότεινε μια πολιτική ειρηνικής επίλυσης των διαφορών, που θα μπορούσε να είχε αποτρέψει τον εμφύλιο στη Γιουγκοσλαβία, 30 χρόνια πριν.
(*) Από το αποκαλυπτικό βιβλίο των Γιάννη Μπασκάκη, Δημήτρη Ψαρρά, «Η Μακεδονική Σαλάτα της Νέας Δημοκρατίας».
Άρθρο του Στ. Κούλογλου στο tvxs.gr