Η πολιτική αποδοκιμασία της κυβέρνησης είναι αναμφισβήτητη.
Σχεδόν πέντε μονάδες κάτω από τον διακηρυγμένο στόχο (33%) του κ. Μητσοτάκη ή, πολύ περισσότερο, 13% από τις περυσινές βουλευτικές εκλογές, είναι απόδειξη της αυξανόμενης δυσφορίας για μία κυβερνητική πολιτική που διεκδικεί αρνητικά ρεκόρ σε όλους τους τομείς και φτωχοποιεί τη χώρα.
Το μεγάλο πρόβλημα όμως είναι ότι την πτώση αυτή κάθε άλλο παρά εισπράττουν η Αριστερά και το ΠΑΣΟΚ.
Ο Σύριζα-ΠΣ έμεινε πολύ πίσω από τους κατά καιρούς διακηρυγμένους στόχους του κ. Κασσελάκη: κυμαίνονταν από την εκλογική επικράτηση επί της ΝΔ, περνούσαν σε ένα ποσοστό πάνω από 20% και έθεταν ως κατώτατο όριο το καταστροφικό 17% των εκλογών του 2023.
Ούτε αυτός ο τελευταίος στόχος δεν επετεύχθη, παρά την πτώση της ΝΔ και τη φύση των ευρωεκλογών που προσφέρονται για ψήφο διαμαρτυρίας και παραδοσιακά ευνοούν την αντιπολίτευση.
Στην ομιλία του μετά το αποτέλεσμα, ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ έκανε μια σωστή παρατήρηση(«δεν υπάρχει πια το άλλοθι του 41%» για τον κ. Μητσοτάκη) αλλά κατά τα άλλα περιορίστηκε να μιλήσει περισσότερο για τον εαυτό του που έφτασε νέος στην Ελλάδα κλπ, παρά για το αποτέλεσμα και τα συμπεράσματα από αυτό.
Η επαγγελία με την οποία εξελέγη (μπορώ να νικήσω τον Μητσοτάκη) δείχνει να απομακρύνεται. Μπορεί ο κ. Κασσελάκης να μην αμφισβητηθεί ευθέως με το επιχείρημα ότι συγκράτησε την πτώση, αλλά η εσωτερική αμφισβήτηση του δύσκολα θα σταματήσει.
Για τη Νέα Αριστερά τα αποτελέσματα είναι ακόμη πιο απογοητευτικά, καθώς ούτε πλησίασε το 3% με το οποίο θα μπορούσε να διεκδικήσει μία έδρα.
Το νεοσύστατο κόμμα δεν μπόρεσε να κάνει τολμηρές τομές με το παρελθόν, να διαμορφώσει τη δική του φυσιογνωμία και η επικοινωνιακή του στρατηγική για τις εκλογές κάθε άλλο παρά βοήθησε σε αυτό.
Όταν στις αρχές της χρονιάς ο ΣΥΡΙΖΑ φλέρταρε με μονοψήφιο ποσοστό στις δημοσκοπήσεις, το ΠΑΣΟΚ ονειρευόταν ένα ποσοστό στο 16% που θα το ανέβαζε συμβολικά στον θρόνο της αξιωματικής αντιπολίτευσης και θα του άνοιγε τον δρόμο προς την εξουσία.
Τελικώς βελτίωσε το ποσοστό του μόνο κατά 1,2% περίπου, χωρίς να καταφέρει να εκμεταλλευθεί την κρίση του ΣΥΡΙΖΑ και τη φθορά της κυβέρνησης.
Ο κοινός παρονομαστής σε όλες αυτές τις αποτυχημένες απόπειρες είναι ότι, όπως και στην Ελλάδα, στην Ευρώπη το εκκρεμές της ιστορίας κινείται σε ακροδεξιά τροχιά. Στην Ελλάδα τα τρία ακροδεξιά κόμματα κατάφεραν για πρώτη φορά να αθροίσουν ένα ποσοστό κοντά στο 18%.
Στην Ιταλία η Μελόνι προηγείται, στη Γερμανία το – με φιλοναζιστικές αναφορές – AfD εκτόπισε τους Σοσιαλδημοκράτες από τη δεύτερη θέση, ενώ στη Γαλλία η συντριπτική νίκη της Λεπέν υποχρέωσε τον Μακρόν να προκηρύξει έκτακτες βουλευτικές εκλογές, που κανονικά θα διεξάγονταν το 2027: από το αποτέλεσμά τους θα εξαρτηθεί σε σημαντικό βαθμό η πορεία όχι μόνο της Γαλλίας αλλά ολόκληρης της Ευρώπης.
Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα των προβλημάτων της Αριστεράς είναι η επίδοση στη Γερμανία του κόμματος της Σάρα Βάγκενκνεχτ.
Κορυφαίο στέλεχος του αριστερού κόμματος Die Linke, η Βάγκενκνεχτ κατέβηκε στις εκλογές με ένα νέο κόμμα που αυτοπροσδιορίζεται ως «κοινωνικά συντηρητικό» και έχει αντιμεταναστευτικές θέσεις. Κατάφερε να κερδίσει 5 έδρες, περιορίζοντας στις 3 αυτές του De Linke.
Στην Ελλάδα, αντίθετα με ότι αναμενόταν, οι χθεσινές ευρωεκλογές δεν έλυσαν το πρόβλημα της πρωτοκαθεδρίας στην αντιπολίτευση και του βασικού αντιπάλου της κυβέρνησης.
Ο κ. Μητσοτάκης έκανε το λάθος να βάλει τον πήχυ στο 33% και να συνδυάσει τον στόχο με το δίλημμα της πολιτικής σταθερότητας.
Απέτυχε παταγωδώς στο σχέδιο του. Αλλά μπορεί να κοιμάται ήσυχος, όσο η αδυναμία της προοδευτικής αντιπολίτευσης δεν λέει να τελειώσει.
Άρθρο του Στ. Κούλογλου στο TVXS