Ακτινογραφία: Πώς και γιατί έσκασε η βόμβα του χέρια του Μπάιντεν

Permalink

Όταν οι ρεπόρτερ κάνουν τη δουλειά τους και δεν παίζουν παιχνίδια- όχι δηλαδή σαν τους περισσότερους από τους δικούς μας- μπορείς να μάθεις τι πραγματικά συμβαίνει, όπως τώρα στο Αφγανιστάν. Ένας από αυτούς, ο Christoph Reuter, διεισδυτικός συγγραφέας και επί πολλά χρόνια πολεμικός ανταποκριτής στην περιοχή για γερμανικά ΜΜΕ, γράφει στο τελευταίο Spiegel για την ερώτηση που έθεσε σε έναν πολέμαρχο των Ταλιμπάν, στις αρχές Ιουλίου.

Από τους κορυφαίους στρατιωτικούς διοικητές των Ταλιμπάν για την Καμπούλ, όταν ρωτήθηκε από τον Reuter πόσο καιρό θα κάνουν οι άνδρες του για να φτάσουν στην πρωτεύουσα, απάντησε: «είναι ήδη εδώ.. οι φρουροί ασφαλείας στα εστιατόρια, αυτοί που βολτάρουν, το προσωπικό καθαριότητας. Όταν έρθει η κατάλληλη στιγμή, ο τόπος θα γεμίσει Ταλιμπάν».

Ο Γερμανός ρεπόρτερ, επικαλείται κι άλλους μάρτυρες, πολίτες από διάφορες γειτονιές της πρωτεύουσας, που του είπαν: «Ξεκίνησε τον Απρίλιο. Όλο και περισσότεροι ξένοι ήρθαν ξαφνικά στη γειτονιά. Κάποιοι είχαν γένια, άλλοι όχι, κάποιοι ήταν καλοντυμένοι, άλλοι φορούσαν κουρέλια. Οι ντόπιοι συνειδητοποίησαν: δεν είναι από εδώ. Είχαν διεισδύσει σιωπηλά στην Καμπούλ με το πρόσχημα ότι ψάχνουν δουλειά ή για επαγγελματικούς λόγους».

Ο συνομιλητής του δημοσιογράφου ήταν τελικώς ένας από τους 10 άνδρες που κατέλαβαν το προεδρικό Μέγαρο λίγες μέρες πριν. Και η ιστορία μιλάει μόνη της για την πανωλεθρία των υπηρεσιών πληροφοριών της αμερικανικής διοίκησης και πόση λίγη σχέση είχαν με την πραγματικότητα και τους απλούς πολίτες. Ένας άλλος εξαιρετικός δημοσιογράφος, ο Greg Whitlock της Washington Post, έκανε μια έρευνα σε βάθος τα προηγούμενα χρόνια με περισσότερες από 1.000 συνεντεύξεις και 10.000 σελίδες συχνά απόρρητων εγγράφων, που οδήγησαν στη βραβευμένη σειρά άρθρων, «The Afghanistan Papers ».

Όπως τα περίφημα Pentagon Papers, που είχαν αποκαλύψει το αδιέξοδο του πολέμου στο Βιετνάμ, το αφγανικό τους ξαδελφάκι, προάγγελος μιας ακόμη ιστορικής στρατιωτικής ήττας, παραθέτει μεταξύ των άλλων δηλώσεις κορυφαίων Αμερικανών στρατιωτικών διοικητών, που δείχνει ότι το παιχνίδι ήταν χαμένο από την αρχή:

«Δεν είχαμε την παραμικρή ιδέα του τι αναλάβαμε..», του είπε ο υποστράτηγος Ντάγκλας Λάουτ, ο επικεφαλής των πολεμικών επιχειρήσεων στο Λευκό Οίκο, επί Τζορτζ Μπους και Μπαράκ Ομπάμα. «Δεν ξέραμε τι κάναμε…Αν ο Αμερικανικός λαός ήξερε το μέγεθος αυτής της δυσλειτουργίας..»

«Δεν ξέραμε τι κάναμε», του επανέλαβε ο Ρίτσαρντ Μπάουσερ, ο κορυφαίος διπλωμάτης της κυβέρνησης Μπους για τη Νότια και Κεντρική Ασία.

«Υπήρχε μια τεράστια… δυσλειτουργία στην ενότητα της διοίκησης στο Αφγανιστάν», υπενθύμισε ο αντιστράτηγος του στρατού Ντέιβιντ Μπάρνο, πρώην διοικητής του στρατού στο Αφγανιστάν.

«Δεν υπήρχε σχέδιο εκστρατείας», ομολόγησε ο στρατηγός στρατού Νταν ΜακΝιλ, ο οποίος διετέλεσε δύο φορές κορυφαίος διοικητής στο Αφγανιστάν υπό τον Μπους. «Προσπάθησα να βάλω κάποιον να μου καθορίσει τι σημαίνει νίκη, ακόμη και πριν πάω εκεί, και κανείς δεν μπορούσε».

Διαβάστε επίσης: Αμερικανικό όνειρο και ύβρις στην Καμπούλ

Η αρχή, και σε μια στρατιωτική περιπέτεια, είναι το ήμισυ του παντός.. Μετά την τρομοκρατική επίθεση στους Δίδυμους Πύργους την 11η του Σεπτέμβρη, η Ουάσιγκτον έστειλε τελεσίγραφο στους Ταλιμπάν, ζητώντας να συλλάβουν και να εκδώσουν τον Μπιν Λάντεν και την υπόλοιπη ηγεσία της Αλ Κάιντα ή να αντιμετωπίσουν τις συνέπειες. Οι Ταλιμπάν είπαν όχι και αυτό βόλευε τον πρόεδρο Μπους, που δεν εξάντλησε τις διπλωματικές οδούς. Άλλωστε το 90% των Αμερικανών ενέκρινε τότε την επίθεση των Ηνωμένων Πολιτειών στο Αφγανιστάν, ενώ το 65% δήλωνε πώς δεν είχε πρόβλημα αν σκοτωθούν Αφγανοί πολίτες.

Η επίθεση ξεκίνησε ένα μήνα μετά, η Καμπούλ έπεσε ένα μήνα αργότερα και οι Ταλιμπάν κατέρρευσαν σε όλη τη χώρα τον Νοέμβριο του 2001. Η εύκολη νίκη, στον τακτικό πόλεμο απέναντι σε ένα πολύ υποδεέστερο εχθρό, τροφοδότησε την αμερικανική «ύβρι». Χωρίς πολλή μελέτη, οι ΗΠΑ σκέφτηκαν ότι δεν ήταν καθόλου άσχημα να ελέγχουν μια γεωπολιτικά στρατηγική χώρα και ότι το δολάριο μπορεί να κάνει θαύματα. Το 2002 έκαναν μια συμφωνία με τους αρχηγούς των φυλών και τους διεφθαρμένους πολέμαρχους κάθε περιοχής, μέσω από τους οποίους διοχετεύθηκαν και τα περισσότερα κονδύλια.

Οι απλοί αγρότες και οι εργαζόμενοι , όχι μόνο πήραν ελάχιστα, αλλά βρέθηκαν στο έλεος των νέων τοπικών αφεντικών, ούτε χειρότερων αλλά ούτε καλύτερων από τους Ταλιμπάν.. Ακόμη και οι συνεργάτες των Δυτικών κακοπληρώνονταν, την ίδια στιγμή που με τα αμερικανικά τρισεκατομμύρια εγκαθιδρύθηκε ένα διεφθαρμένο καθεστώς, από την τελευταία επαρχία μέχρι την Καμπούλ.

Οι Ταλιμπάν δεν ήταν εκεί, επέστρεψαν με τα χρόνια εξαιτίας της πολιτικής των δυνάμεων κατοχής και της συμπεριφοράς τους, γράφει ο Christoph Reuter στο άρθρο του στο Spiegel, παραθέτοντας δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα:

«Όταν διορίστηκε νέος αρχηγός της Αστυνομίας και επέβαλλε ένα καθεστώς τρόμου στην επαρχία Κουντούζ, με ξυλοδαρμό αγροτών και καταστροφή της παραγωγής τους, αν δεν πλήρωναν αρκετά για προστασία, τα γερμανικά στρατεύματα (που ήταν εκεί) παρακολουθούσαν αδιάφορα από το λόφο τους, με θέα στην πόλη. ..

..Αυτό προκάλεσε την επιστροφή των Ταλιμπάν στην Κουντούζ, με τους Ισλαμιστές να παίρνουν τον έλεγχο των χωριών το ένα μετά το άλλο, σε σημείο που οι Γερμανοί στρατιώτες δεν τολμούσαν καν να βγουν έξι χιλιόμετρα από τη βάση τους. Τον Σεπτέμβριο του 2009, ο γερμανικός στρατός κάλεσε για αεροπορικές επιδρομές των ΗΠΑ στην Κουντούζ, που σκότωσαν 91 (άσχετους) ανθρώπους οι οποίοι έκλεβαν καύσιμα από δύο βυτιοφόρα. Ο Γερμανός διοικητής νόμιζε ότι ήταν αντάρτες..»

Διαβάστε επίσης: Από τον Γκορμπατσώφ στον Μπάιντεν: οι Γολιάθ δεν διαβάζουν ιστορία

Ήταν ένα από τα πολλά επεισόδια, στα οποία οι «παράπλευρες απώλειες» των δυτικών επιχειρήσεων. ήταν απλοί πολίτες. Σε μια χώρα που έχει παράδοση νικηφόρων αγώνων απέναντι σε αποικιοκρατικές δυνάμεις, Βρετανικές ή Σοβιετικές, οι θάνατοι αθώων πολιτών πολλαπλασίασαν τη δυσφορία απέναντι τις δυνάμεις κατοχής. (Στη φωτογραφία του άρθρου ένα 7χρονο παιδί που, σύμφωνα με τον πατέρα του, πυροβολήθηκε από Αμερικανό στρατιώτη)

Αλλά και στην εγκαθίδρυση της δημοκρατίας τα πράγματα δεν πήγαιναν καλύτερα:

« η Γερμανία και οι ΗΠΑ είχαν επενδύσει τόσα κεφάλαια, οικονομικά όσο και πολιτικά, που είχαν γίνει όμηροι του δικού τους έργου. Λόγω της έλλειψης άλλων επιτευγμάτων, η διεθνής κοινότητα το 2009 «πούλησε» επικοινωνιακά την απλή διεξαγωγή εκλογών ως μεγάλο θρίαμβο. Αλλά όταν όλο και περισσότερα στοιχεία αποκάλυπταν την εκλογική νοθεία, ενορχηστρωμένη από το περιβάλλον του (πρόεδρου) Καρζάι, η Δύση βρέθηκε σε δίλημμα.

.. Αν αναγνώριζαν τη δόλια εκλογική νίκη του Καρζάι, θα υποστήριζαν μια παράνομη κυβέρνηση. Εάν δεν το έκαναν, θα έπρεπε να εξαναγκάσουν σε παραίτηση μια κυβέρνηση, για την οποία είχαν δαπανήσει δισεκατομμύρια δολάρια…. Η Ουάσιγκτον, παρά τις αντιρρήσεις του Καρζάι, προώθησε επαναληπτική ψηφοφορία, η οποία θα παρακολουθείτο από παρατηρητές του ΟΗΕ».

Ξαφνικά σημειώθηκε όμως μια άγνωστης προέλευσης αιματηρή τρομοκρατική επίθεση στον ξενώνα του ΟΗΕ με τους διεθνείς παρατηρητές. Για το ύποπτο αυτό περιστατικό έγινε έρευνα, που «θάφτηκε » κυριολεκτικά, σύμφωνα με τον Γερμανό ανταποκριτή:

«Το καλοκαίρι του 2010, ένας ερευνητής του FBI ζήτησε να συναντηθεί μαζί μου στην Καμπούλ. Όταν ρώτησα τι θα συμβεί στη συνέχεια, απλά κούνησε το κεφάλι του. Δεν θα υπάρξουν περαιτέρω έρευνες. Η Ουάσιγκτον, είπε, δεν ήθελε να εκθέσει τον Καρζάι. Μετά την επίθεση, το ήμισυ του προσωπικού του ΟΗΕ αποσύρθηκε από τη χώρα και οι δεύτερες εκλογές ακυρώθηκαν. Ο Χαμίντ Καρζάι πήρε τη νίκη που ήθελε».

Όλα αυτά συμβαίνουν αφού έχει αναλάβει πρόεδρος ο Μπαράκ Ομπάμα, που είχε εξαγγείλει προεκλογικά την σταδιακή αποχώρηση των αμερικανικών δυνάμεων από το Αφγανιστάν. Αλλά τα «γεράκια» στην Ουάσιγκτον, από το Πεντάγωνο και τον υπουργό Άμυνας μέχρι τη Χίλαρι Κλίντον, τον πιέζουν και τελικά το 2011 τον πείθουν να ενισχύσει σημαντικά την αμερικανική στρατιωτική παρουσία.

Εδώ φαίνεται να χάθηκε και η τελευταία ευκαιρία για μια συντεταγμένη σταδιακή αποχώρηση. Οι Αφγανοί πείθονται πλέον ότι, με 100.000 στρατιώτες στο έδαφος της χώρας τους, οι Αμερικανοί δεν έχουν καμία διάθεση να φύγουν. Αυτό ήταν ψωμί στο βούτυρο της προπαγάνδας των Ταλιμπάν, που κέρδιζαν συνεχώς έδαφος. Όσο περισσότερο η διεθνής δύναμη έμενε στο Αφγανιστάν, τόσο η κατάσταση χειροτέρευε.

Σε αυτό συμφωνούσε ο τότε αντιπροέδρου Τζο Μπαίντεν, που ήταν ο μόνος της ηγεσίας που διαφώνησε με τη στρατιωτική κλιμάκωση από τον Ομπάμα και τάχθηκε υπέρ της αποχώρησης. Όταν στις αρχές της φετινής χρονιάς ανέλαβε πρόεδρος, το έδαφος για την εφαρμοφή της δικής του πολιτικής ήταν στρωμένο από τον Τραμπ, που τον Φεβρουάριο του 2020 είχε συμφωνήσει με τους Ταλιμπάν (χωρίς τη συμμετοχή της κυβέρνησης της Καμπούλ στις διαπραγματεύσεις! ) για την αποχώρηση του στρατού των ΗΠΑ.

Διαβάστε επίσης: Poor Biden(Καημένε Μπάιντεν) 

Ο Μπάιντεν παρέτεινε μάλιστα την αποχώρηση για 3 μήνες, αλλά ήδη το σύστημα εξουσίας που οι δυτικές δυνάμεις είχαν δημιουργήσει έμοιαζε με σπίτι από τραπουλόχαρτα. Εδώ ακριβώς η αρχικά σωστή ιδέα του Αμερικανού προέδρου λειτούργησε τελικά σε βάρος του: στην επιμονή του ότι έπρεπε ο αμερικανικός στρατός να αποχωρήσει πάση θυσία, αγνόησε τις ανησυχητικές εξελίξεις από τις συνεχείς νίκες των Ταλιμπάν με το γνωστό καταστροφικό τέλος που βλέπουμε καθημερινά, σαν κινηματογραφικό θρίλερ γυρισμένο στο αεροδρόμιο της Καμπούλ.

Παραμένει ένα κρίσιμο ερώτημα: αν ο Ομπάμα είχε αποχωρήσει μετά το 2008 και αν οι στρατηγοί που μίλησαν στα Afghanistan Papers είχαν προειδοποιήσει δημοσίως και έγκαιρα για το αδιέξοδο, πόσες- δεκάδες χιλιάδες- ζωές αθώων Αφγανών πολιτών αλλά και Δυτικών στρατιωτών θα είχαν σωθεί; Αλλά στο ερώτημα αυτό δεν θα δοθεί ποτέ απάντηση.

Διαβάστε επίσης: Πώς οι Ταλιμπάν «έπιασαν στον ύπνο» τις ΗΠΑ – Όλα όσα εκτυλίχθηκαν στον Λευκό Οίκο

 

Άρθρο του Στ. Κούλογλου στο tvxs.gr


(Visited 16 times, 1 visits today)

Read more:
24025791917_130d9b6274_k
Κούλογλου για μυστικές επαφές ΝΔ-Ζάεφ: Νόμπελ υποκρισίας σε Μητσοτάκη

«Εάν ο Τσίπρας και o Ζάεφ προταθούν για το Νόμπελ Ειρήνης για το θάρρος που έχουν επιδείξει ώστε να λυθεί...

Close