«Οι Ολυμπιακοί αγώνες έχουν γίνει διεφθαρμένοι, κοινωνικά ανεύθυνοι και ένας οικολογικός εφιάλτης για κάθε χώρα που τις αναλαμβάνει», ξεκινούσε ένα πρόσφατο γράμμα-άρθρο γνώμης στους New York Times.
Από την αδιαφορία των Βραζιλιάνων και τον πρωτοφανή λιθοβολισμό των αθλητών κατά τη μεταφορά της Ολυμπιακής φλόγας στο Ρίο ντε Τζανέιρο, έως τον δισταγμό πολλών πόλεων να θέσουν υποψηφιότητα για τις προσεχείς τετραετίες, είναι φανερό πλέον ότι το σύγχρονο μοντέλο διοργάνωσης των αγώνων είναι τελείως ξεπερασμένο.
Η σημαντικότερη αιτία για αυτό είναι τα φαραωνικά έργα που απαιτούνται κάθε 4 χρόνια για να διοργανωθούν οι αγώνες και η εκτόξευση του κόστους τους από Ολυμπιάδα σε Ολυμπιάδα. Η δημιουργία υποδομών και εγκαταστάσεων για την διοργάνωση πάνω από τριακοσίων αθλητικών γεγονότων και τη φιλοξενία κοντά 11.000 αθλητών από 206 χώρες, χώρια συνοδοί και προπονητές, έχουν μετατρέψει τους Ολυμπιακούς Αγώνες στο μεγαλύτερο megaproject της σύγχρονης εποχής, σύμφωνα με μια πρόσφατη έρευνα του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης.
Τα έργα αυτά αποτελούν τη μια μεγάλη αιτία αρνητικών περιβαλλοντικών και κοινωνικών αντιδημοκρατικών παρεμβάσεων, όπως έγινε στη περίπτωση της Βραζιλίας. Και μόνιμη αιτία διαφθοράς, για κάθε χώρα που αναλαμβάνει τους αγώνες. Το γεγονός ότι η διοργανώτρια πόλη ή χώρα εγγυάται ότι αν χρειαστεί θα πληρώσει η ίδια τις πιθανές υπερβάσεις των προϋπολογισμών -κάπως έτσι το Ρίο κήρυξε πτώχευση πριν καν την έναρξη- πολλαπλασιάζει την κακοδιαχείριση και διαφθορά: Οι εργολάβοι ξέρουν πως ότι και αν γίνει θα πληρωθούν για να παραδώσουν τα έργα πριν ξεκινήσουν οι αγώνες. Βγάζοντας και με το παραπάνω όσα ίσως δαπάνησαν για να πάρουν το έργο…
Έτσι οι Ολυμπιακοί Αγώνες κερδίζουν μόνιμα το χρυσό μετάλλιο στις υπερβάσεις των προϋπολογισμών τους, σε σχέση με άλλα δημόσια έργα από την κατασκευή δρόμων και σιδηροδρομικών γραμμών έως φραγμάτων, όπως προκύπτει από τον παρακάτω πίνακα, στην έρευνα του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης.
Η άλλη μεγάλη πηγή διαφθοράς είναι η δωροδοκία των «Αθάνατων» της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής που αποφασίζουν για την πόλη ή οποία θα αναλάβει τη διοργάνωση. Θα χρειαζόταν σειρά άρθρων για την απαρίθμηση των σχετικών… αθάνατων σκανδάλων, με τα τελευταία να συγκλονίζουν το Τόκυο που κέρδισε τη Μαδρίτη και την Κωνσταντινούπολη για την διοργάνωση του 2020, χάρις και σε 2 εκατ. που δόθηκαν σε μια εταιρεία συμβούλων της Σιγκαπούρης, που όμως αποδείχθηκε μαϊμού.
Οι βασικές αιτίες των κρουσμάτων διαφθοράς θα ελαχιστοποιούντο αν αποφασιζόταν, όπως πρότεινε το παραπάνω άρθρο στους New York Times, η μόνιμη τέλεση των Ολυμπιακών Αγώνων στην Αθήνα. Και επίσης των Χειμερινών Αγώνων σε μια άλλη χώρα (ο αρθρογράφος πρότεινε τον Καναδά) καθώς και των τελευταίων, τόσο το κόστος τους όσο και τα παρεπόμενα σκάνδαλα έχουν επίσης πολλαπλασιαστεί.
Είναι εγκληματικό ότι στην Ελλάδα οι ολυμπιακές εγκαταστάσεις εγκαταλείφθηκαν μετά το 2004(όπως συμβαίνει άλλωστε και με σχεδόν όλη την δημόσια περιουσία), αλλά με τις αναγκαίες επισκευές οι βασικές υποδομές υπάρχουν και μπορούν να χρησιμοποιηθούν ξανά. Επειδή σπάνια στη χώρα οι πολιτικοί ασχολούνται με τα πεζά οικονομικά (δικά τους είναι;) δεν έχουμε ούτε και σήμερα μια πλήρη εικόνα όχι μόνο για το πραγματικό κόστος των Αγώνων του 2004 στην Αθήνα αλλά και των ωφελημάτων για την ελληνική οικονομία. Μια μελέτη του ΙΟΒΕ κατέληξε το 2015 στο συμπέρασμα ότι «αν οι Αγώνες δεν είχαν γίνει, το επίπεδο του ΑΕΠ το 2004 θα ήταν κατά 2,5% χαμηλότερο από την τιμή που πράγματι κατέγραψε το 2004 με τη διεξαγωγή των Αγώνων. Επιπλέον, θα είχαν απολεσθεί περίπου 44 χιλ. θέσεις εργασίας».
Όμως το ΙΟΒΕ είχε προβλέψει το 2010 ότι αν απελευθερωθούν τα κλειστά επαγγέλματα η εθνική οικονομία θα ωφεληθεί κατά 13% στην πενταετία (αύξηση του ΑΕΠ κατά 13,2%νωρίτερα), προφητεία που διαψεύστηκε παταγωδώς. Καλό λοιπόν θα ήταν να γίνει μια σοβαρή μελέτη των οικονομικών επιπτώσεων, και αν είναι θετικές, η Ελλάδα να διατυπώσει διεθνώς το αίτημα για τη μόνιμη διοργάνωση των Αγώνων στην Αθήνα. Στα αρνητικά μιας τέτοιας πρότασης είναι η απειλή της τρομοκρατίας, που βρίσκεται ίσως στο απόγειο της αλλά πιθανώς να έχει περιοριστεί μετά από 8 ή 12 χρόνια, στη καλύτερη περίπτωση, αν υιοθετείτο ιδέα της μόνιμης διεξαγωγής των Αγώνων. Στα θετικά η αναβάθμιση της εικόνας και της γεωπολιτικής σημασίας της χώρας.
Φυσικά δεν θα πρέπει να υπάρχουν αυταπάτες ότι θα ξαναβρεθούν (αν υπήρχαν ποτέ) τα ιδανικά του ολυμπισμού αλά Κουμπερταίν ή ότι οι Ολυμπιακοί θα πάψουν να αποτελούν πεδίο ανταγωνισμού σημαιών, μεγάλων πολυεθνικών εταιρειών και δοκιμών προηγμένων και καταστροφικών μορφών ντόπινγκ. Οι σύγχρονοι Ολυμπιακοί δεν είναι παρά μια παγκόσμια εμποροπανήγυρης, που συγκεντρώνει όμως για 15 μέρες την προσοχή όλου του πλανήτη, προσελκύει εκατομμύρια επισκέπτες και της οποίας ίσως υπάρχει η πιθανότητα να αναλάβουμε τη διοργάνωση της, αν συμφέρει οικονομικά. Είναι άλλωστε προφανές ότι ελλείψει σοβαρού αναπτυξιακού μοντέλου, ο τουρισμός αποτελεί και θα αποτελεί για τις επόμενες δεκαετίες από τις λίγες σοβαρές βιομηχανίες της χώρας.
Μια απόφαση για την μόνιμη τέλεση των αγώνων στην Αθήνα δεν θα ήταν καθόλου εύκολη: Οι μεγάλες πολυεθνικές εταιρείες -χορηγοί προτιμούν να περιοδεύουν οι Ολυμπιακοί από χώρα σε χώρα, για να διαδίδουν τα προϊόντα τους ανά την υφήλιο. Στην επιλογή της για τις πόλεις/χώρες που αναλαμβάνουν τις επόμενες διοργανώσεις, πέρα από το μπαχτσίσι που θα έχαναν κάποια μέλη της, η Διεθνής Ολυμπιακή κινείται και με γεωπολιτικά κριτήρια, άλλοτε υποκύπτοντας στις πιέσεις των ισχυρότερων χωρών (στις ΗΠΑ οι αγώνες έγιναν το 1984 στο Λος Αντζελες και ξανά μετά 12 χρόνια στην Ατλάντα) και άλλοτε αναδεικνύοντας χώρες με ανερχόμενες αγορές για τα προϊόντα των χορηγών.
Με αυτό το κριτήριο επελέγη και το Ρίο, σε μια εποχή που η Βραζιλία αποτελούσε μια από τις γρηγορότερα αναπτυσσόμενες περιφερειακές δυνάμεις, πριν υποκύψει στη διεθνή οικονομική κρίση και ένα διεφθαρμένο πολιτικό σύστημα που έφτασε να παραπέμπει σε δίκη τον άνθρωπο που προσπάθησε να αναγεννήσει τη χώρα. Πέρα από κάποιους αναπάντεχους συμμάχους, όπως η Κριστίν Λαγκάρντ, παλιά πρωταθλήτρια της Γαλλίας και σήμερα επικεφαλής του ΔΝΤ, που τάχθηκε υπέρ της μόνιμης τέλεσης των αγώνων στην Αθήνα απαντώντας θετικά σε μια σχετική ερώτηση, οι περιπέτειες του Ρίο προσφέρουν τα καλύτερα σχετικά επιχειρήματα.
Όπως κατέληγε η έρευνα του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, «λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω αποτελέσματα , μια πόλη και ένα έθνος, με την απόφαση να οργανώσει τους Ολυμπιακούς Αγώνες, αναλαμβάνει ένα από τα πλέον δαπανηρά και οικονομικά επικίνδυνα megaproject που υπάρχουν, κάτι που πολλές πόλεις και έθνη έμαθαν αφού βρέθηκαν μπροστά στο κίνδυνο».